“Να παραιτηθούμε. Αυτό νομίζω είναι που πρέπει να κάνουμε· αυτό είναι το σωστό...”.
Η φωνή της αποφασιστική και σίγουρη γι’ αυτό που έλεγε. Όπως πάντα. Λες και ποτέ δεν είχε σχέσεις με το ερωτηματικό! Και όμως. Πάντα το ερωτηματικό ήταν που αφού πρώτα την παίδευε,
στη συνέχεια την οδηγούσε στις σωστές αποφάσεις· σ’ αυτή την αξιοζήλευτη σιγουριά, την ήρεμη βεβαιότητα που τη χαρακτήριζαν.
Η φωνή της αποφασιστική και σίγουρη γι’ αυτό που έλεγε. Όπως πάντα. Λες και ποτέ δεν είχε σχέσεις με το ερωτηματικό! Και όμως. Πάντα το ερωτηματικό ήταν που αφού πρώτα την παίδευε,
στη συνέχεια την οδηγούσε στις σωστές αποφάσεις· σ’ αυτή την αξιοζήλευτη σιγουριά, την ήρεμη βεβαιότητα που τη χαρακτήριζαν.
“Να παραιτηθούμε” λέει... Μια κουβέντα ήταν! Εκείνη την ώρα, όσες ήμασταν εκεί γύρω της, μουρμουρίσαμε κάτι σαν μασημένα “ναι, ναι”, συνεχίσαμε να διαμαρτυρόμαστε για την απειλούμενη άδικη απόλυση μιας συναδέλφου, και πριν καλά καλά το καταλάβω, είχαμε βολευτεί η καθεμιά στο γραφείο της. Όλες, εκτός από κείνη.
Με κοίταξε ίσια στα μάτια, μετά γύρισε το βλέμμα της ένα γύρω στο χώρο, στάθηκε για λίγο μαζεύοντας τα ψίχουλα από το σουσαμένιο κουλούρι που μόλις είχε φάει, με ξανακοίταξε και είπε:
“Εγώ πάντα όταν απολύουν άδικα συνάδελφο, υποβάλλω την παραίτησή μου. Αυτό θα κάνω και τώρα”.
Ήταν θυμωμένη. Δεν ξαναμίλησε. Έσκυψε στα χαρτιά της κι άρχισε να γράφει.
Την παρακολουθούσα και σκεφτόμουν ότι την είχα άσχημα: έπρεπε να παραιτηθώ κι εγώ! Έτσι όπως το είχε τοποθετήσει, έπρεπε! Αλλά εγώ δεν ήθελα να χάσω και τη δουλίτσα μου! Πόσο εύκολα θα έβρισκα αλλού τόσο καλές συνθήκες εργασίας; Δεν αφήνεις έτσι απλά, στο τσάκα-τσάκα, μια δουλειά στην οποία είσαι τόσα χρόνια! Κι άλλωστε, εγώ δεν είμαι Ρεζάν! Εκείνη έχει την πολυτέλεια να γυρίζει με μεγαλοπρέπεια την πλάτη της σε ανάλογες περιστάσεις, αλλά, πώς να το κάνουμε, εκείνη είναι η Ρεζάν... Σκεφτόμουν... Σκεφτόμουν πώς θα γινόταν να μη χάσω τη δουλειά μου, αλλά και να μην εκτεθώ στα μάτια της. Ήθελα, δηλαδή, και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο! Κάτι που για κείνη ήταν επαίσχυντο. Ντροπή και όνειδος.
Με διέκοψε όταν μου έδωσε το άρθρο της:
“ Έλα να το δούμε, Κάκια μου”. Η φωνή της είχε ξανά τη βραχνή γλύκα που στρογγύλευε κάθε γωνία στην καρδιά μου, εξαφάνιζε κάθε αιχμή στη σκέψη μου.
Σκύψαμε πάνω από τα χειρόγραφα. Εγώ διάβαζα με προσοχή το κείμενο κι εκείνη “διάβαζε” με προσοχή το πρόσωπό μου. “Βλέπω τις αντιδράσεις σου”, μου είπε κάποτε. “Βλέπω εγώ... Και η παραμικρή σύσπαση στο πρόσωπό σου, μου μιλάει...”. Κι έτσι ήξερα ότι ήμουνα ο πρώτος της αναγνώστης, τη γνώμη του οποίου μετρούσε και καμάρωνα -ευτυχώς κρυφά- πολύ γι’ αυτό.
Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι υπολόγιζε τη γνώμη και του πιο ασήμαντου αναγνώστη το ίδιο σοβαρά όσο και της πιο σπουδαίας προσωπικότητας θα τύχαινε να διαβάσει τα γραπτά της. Κι ότι δεν μου... περιποιούσε ιδιαίτερη τιμή παρατηρώντας το πρόσωπό μου, αλλά ότι τιμούσε τον αναγνώστη.
Κάθε αναγνώστη.
Εμένα, όμως, μ’ αγαπούσε. Κι αυτό ήταν το πιο σπουδαίο που μου συνέβη ποτέ στο χώρο αυτής της δουλειάς, όπου κινήθηκα μάλλον δειλά κι αθόρυβα για πολλά χρόνια. Και αυτό ήταν κάτι που κράτησα σαν μυστικό για πάρα πολλά χρόνια.
Τελειώσαμε το κομμάτι, μάζεψε τα χαρτιά και τις σημειώσεις της. «Φεύγω. Αν υπάρξει όντως απόλυση της συναδέλφου, ειδοποίησέ με. Εντάξει;». Εφυγε κι έμεινα να σκέφτομαι: είναι δυνατόν να ονομάζει τόσο απλά «συνάδελφό της» μια νεαρή δημοσιογράφο και να το εννοεί; Μήπως το έλεγε απλώς για δημιουργία εντυπώσεων και για συμπάθειες; Αλλά τι ενδιέφεραν οι εντυπώσεις και οι συμπάθειες οι δικές μας τη Ρεζάν;
Μα τι γυναίκα, Θεέ μου! Τι γυναίκα!
Εν πάση περιπτώσει, η συνάδελφος δεν απολύθηκε, αλλά εγώ το μάθημά μου από τη μεγάλη δασκάλα το πήρα!
***
Καθόμασταν στη μεγάλη αίθουσα των συσκέψεων και δουλεύαμε το κομμάτι της. Το συζητούσαμε, διορθώναμε, αλλάζαμε, ξαναδοκιμάζαμε... Τρελαινόμουν! Ήταν μια μέθη! Η Ρεζάν να εμπιστεύεται την άποψή μου! Πιο σωστά, να έχω εγώ άποψη για τα γραφόμενά της!... Και όμως, εκείνη με έκανε να αισθάνομαι σπουδαία!
Κάποια στιγμή, πέρασαν έξω από την ανοιχτή πόρτα δύο... εκκολαπτόμενα στελέχη του περιοδικού. Κάτι της είπαν, κάτι τους είπε, καλημερίσματα και τυπικότητες. Ο τρόπος, όμως, που της μιλούσαν είχε κάτι από το θράσος που χαρακτηρίζει τους αδαείς. Αυτό που, προφανώς, εκείνοι θεωρούσαν στη συμπεριφορά τους άνεση, δήλωνε αυθάδεια και έπαρση. Μόλις έφυγαν, Ρεζάν γύρισε και μου είπε, έτσι ξαφνικά: «Τους βλέπεις αυτούς; Ένα κομμάτι κρέας είναι! Και αυτοί –να μου το θυμηθείς- μια μέρα θα γίνουν αρχισυντάκτες και διευθυντάδες!...».
Και έγιναν.
***
Τώρα που είπα αυτό, θυμήθηκα και μια άλλη περίπτωση θράσους και ηλιθιότητας. Βρισκόμασταν ακόμη στα γραφεία της Βουκουρεστίου, στον 7ο όροφο. Ήταν λίγο μετά που είχε «φαγωθεί» από τη θέση του ο σπουδαίος και πολυαγαπημένος μου διευθυντής του περιοδικού, ο αείμνηστος Παύλος Μπακογιάννης. Δεν θυμάμαι ή, πιο σωστά, δεν ξέρω πώς κι από πού είχε ξεφυτρώσει στο γραφείο μας ως «συνάδελφος» ένας νεαρός –θα ήταν 20-23 χρονών- ο οποίος δεν είχε ακριβές αντικείμενο εργασίας. Έτσι, τριγύριζε θυμάμαι και ρωτούσε ενίοτε τους συντάκτες αν έφεραν το κομμάτι τους...
Ήταν πρωί- γύρω στις 11 πρέπει να ήταν: «Καλημέρα σας». Η φωνή της σκόρπισε τη χαρακτηριστική και γνώριμη ζεστασιά. Σηκώθηκα αμέσως:
«Καλημέρα, κυρία Ρεζάν». Τράβηξα την καρέκλα προς το μέρος της. «Καθίστε».
Είναι περίεργο, αλλά ο πληθυντικός που πάντα χρησιμοποιούσα όταν μιλούσα μαζί της, μου έδινε την αίσθηση του πιο οικείου ενικού. Κι αυτός ο πληθυντικός όταν της μιλούσα, θα ΄λεγα χωρίς ντροπή πως σχεδόν με γοήτευε! Κι άλλωστε, η ίδια μου έδειχνε πως αυτό της άρεσε και έτσι έπρεπε να είναι, ακόμη κι όταν η σχέση μας έγινε πολύ, ιδιαίτερα στενή. Τον πληθυντικό αυτόν τον κράτησα μέχρι το τέλος, όπως εκείνη σοφά, χωρίς λόγια, μου τον υπέδειξε.
Παρήγγειλα τον καφέ της, είπαμε δεν θυμάμαι τι, και, να 'σου, κάνει την εμφάνισή του ο νεαρός που λέγαμε: «Γεια σου, Μαρία, έφερες το κομμάτι σου;». Κοκκάλωσα. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου! Ευχαρίστως θα χαστούκιζα τον θρασύτατο νεαρό!
Θα πω ψέματα να σας πω αν είπα κάτι ή τι είπα. Δεν ξέρω, δεν θυμάμαι. Θυμάμαι, όμως, πολύ καλά το δικό της μεγαλείο! Ήρεμη, χαμογελώντας «ναι, το έφερα, παιδί μου», του είπε.
Και μετά, γυρνώντας σε μένα: «Πιες λίγο νερό εσύ!». Και ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.
Αυτή ήταν η αντίδρασή της!
Ο νεαρός, βέβαια, ούτε καν υποψιάστηκε για ποιο λόγο εγώ είχα γίνει κατακόκκινη και είχα χάσει τη φωνή μου, για ποιο λόγο η Ρεζάν γελούσε... Σας βεβαιώ.
Και μετά, γυρνώντας σε μένα: «Πιες λίγο νερό εσύ!». Και ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια.
Αυτή ήταν η αντίδρασή της!
Ο νεαρός, βέβαια, ούτε καν υποψιάστηκε για ποιο λόγο εγώ είχα γίνει κατακόκκινη και είχα χάσει τη φωνή μου, για ποιο λόγο η Ρεζάν γελούσε... Σας βεβαιώ.
Χρόνια αργότερα, γέλασα πολύ όταν ένα ζευγάρι φίλων και συναδέλφων που μένουν απέναντί μου, απέκτησαν σκύλο και -τυχαίο ήταν βέβαια- του έδωσαν το όνομα του νεαρού!
Το ευχαριστήθηκα! Άσχετο που τον σκύλο τον αγάπησα πολύ.
Άκου «γεια σου, Μαρία»!
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤί να σχολιάσω?? Την εξαιρετική σου δεινότητα να μας κάνεις να ζούμε όσα περιγράφεις? Τη θαυμαστή προσωπικότητα αυτής της μεγάλης κυρίας που δίδασκε αξιοπρέπεια και εντιμότητα σε κάθε της βήμα? Θα καταθέσω τη...ζήλεια μου, γιατί συνάντησες ανθρώπους-μύθους στη ζωή σου, πράγμα που φυσικά δε με εκπλήσσει! Ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει! Κι εσύ αξίζεις πολλά! Πολλά κιλά χρυσάφι! Σε ευχαριστούμε που μοιράζεσαι τέτοιες αναμνήσεις που δε συγκινούν μόνο...Συγχρόνως διδάσκουν!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν νομίζω ότι μπορούσε κάποια άλλη να παρουσιάσει την ΚΥΡΙΑ Ρεζάν με τον τρόπο που το κάνεις εσύ. (Ο δικός μου ενικός δεν είναι ενικός θράσους αλλά αγάπης για την καλή μου φίλη).
ΑπάντησηΔιαγραφή