4 Απρ 2012

Στο μπαλκόνι με τα μαρμάρινα σκαλιστά φουρούσια...



Παραμονές Ανάστασης του Λαζάρου...
Ετοιμασίες να δουν τα μάτια σου!!!
"Τι θα φορέσουμε, μαμά; Το καινούριο φόρεμα; Να βάλουμε τα καινούρια μας παπούτσια;"... 
"Α, όχι είπαμε! Αυτά θα τα φορέσετε τη Μεγάλη Παρασκευή...". 
Η φωνή της δεν είχε θυμό ούτε καν εκνευρισμό...
Χαιρόταν πάντα μαζί μας τέτοιες στιγμές η μαμά! Σαν παιδί κι εκείνη!
Ήταν, άλλωστε, τόσο νέα!...

Κάθε χρόνο οι ίδιες ερωτήσεις, οι ίδιες ετοιμασίες, η ίδια ανυπομονησία και χαρά!
Μα πρώτη θέση σε όλα αυτά, είχαν τα... καλαθάκια μας!!! 
Τα καλαθάκια για τα πασχαλινά κάλαντα! 
Πρώτα του Λαζάρου, όπου τραγουδούσαν, κατά κανόνα, μόνον τα κοριτσάκια, οι Λαζαρίνες, και μετά της Μ. Πέμπτης,, όπου τραγουδούσαν, κατά κανόνα, μόνον τα αγοράκια, αλλά εκείνα δεν στόλιζαν το καλαθάκι τους -ήταν... σοβαρά!!!

Την Παρασκευή, λοιπόν, μαζεύαμε λουλούδια από τις γειτονιές.
Πηγαίναμε και πιο έξω από την πόλη, βρίσκαμε χωραφάκια, αγρούς γεμάτους με τα μικρούλικα ανθάκια, τα κίτρινα, τα "λαζαράκια".
Η μαμά ήδη μας είχε κόψει από τον κήπο της αυλής μας όμορφα μικρά λουλούδια και μαργαριτούλες...
Μα τα ομορφότερα και τα πιο ευωδιαστά ήταν οι πασχαλιές! Λευκές και μοβ! 

Καθόμασταν μετά και με μία βελόνα περνούσαμε σε κλωστή με προσοχή
 ένα ένα άνθη από χαμομηλάκια ή μαργαριτούλες και τα κάναμε γιρλάντες!
Μ' αυτές θα στολίζαμε το καλαθάκι μας γύρω γύρω.
Μετά, θα στερεώναμε ένα ένα τα λουλούδια, με "οδηγό" τη γιρλάντα.
Τις πασχαλιές, τις αφήναμε στο τέλος.
Ήταν η τελευταία πιο γιορτινή και μυρωδάτη πινελιά στο έργο μας!
Αφού τελειώναμε το στόλισμα, η μαμά μάς έδινε μαλακά άχυρα από αυτά που είχαν στις συσκευασίες των γυαλικών, και τα βάζαμε μέσα στο καλαθάκι μας,
ώστε την άλλη μέρα να... καθίσουν πάνω τους, μαλακά μαλακά,
τα αυγά που θα μας έδιναν!

Αφήναμε τα καλαθάκια μας έτσι στολισμένα στην αυλή 
ή στο μπαλκόνι με τα μαρμάρινα σκαλιστά φουρούσια 
και τα περίτεχνα καμωμένα κάγκελα... 
Έπρεπε να μη μαραθούν τα λουλούδια... 
Γι' αυτό, όλη τη νύχτα έμεναν έξω.
Μέσα, γινόταν χαλασμός!!! Ήμασταν χαρούμενα κι ανυπόμονα!

Σχεδιάζαμε πού θα πάμε να πούμε τα κάλαντα. Θα ξεκινούσαμε από την κυρία Τούλα...
Σ' εμάς θα έρχονταν "να τα πουν" οι κόρες της, η Ζέτα και η Λίλα!
Τη Λίλα την είχε βαφτίσει η μαμά... Ήμασταν πολύ αγαπημένα!
Μετά, δίπλα, στην κυρία Κωνσταντινιά... Απέναντι, στην κυρία Χρυσούλα
και, σιγά σιγά, θα ανεβαίναμε τη Σκουφά, τον αγαπημένο μου δρόμο με τις ακακίες... 
Δεν άνοιγαν, βέβαια, όλες οι πόρτες! Τότε, μουτρωμένες, μουρμουρίζαμε:
"Σαν δεν ντρέπεται!  Η παλιοτσιγκούνα"!!! Αλλά συνεχίζαμε...
"Να τα πούμε;". 
"Πέστε τα"! 
Κι αρχίζαμε να τραγουδάμε -ευτυχώς που δεν ήμασταν φάλτσες- κουνώντας το καλαθάκι μας πέρα δώθε!!!

Ήρθ' ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια, 
ήρθ' η Κυριακή που τρων' τα ψάρια...
Πού 'σουν, Λάζαρε, πού 'σουν κρυμμένος
Μες στα χάντακα χαντακωμένος...
Δώσ' μου, δώσ' μου κρύο νεράκι 
να ξεπλύνω το στοματάκι...
Του Λάζαρου, του Λάζαρου
τ' αυγό στο καλαθάκι
το καλαθάκι θέλει αυγό κι η τσέπη μου κουκόσι
κι η άλλη πόρτα καρτερεί με το σταυρό στο χέρι...


Και, τελειώναμε φωνάζοντας δυνατά: "Και του χρόνου"!!! 

Συνήθως, μας άφηναν και το λέγαμε όλο. Αν, όμως, κάπου μας διέκοπταν, λέγοντας εκείνοι "Και του χρόνου!", εγώ ένιωθα ότι με είχαν προσβάλλει και δεν ήθελα να ξαναπάω ποτέ πια στο σπίτι αυτό!!!

Από πόρτα σε πόρτα, λοιπόν, και ενδιάμεσα μετρούσαμε και τα άσπρα αυγά στο καλαθάκι! Μερικές νοικοκυρές μας έδιναν χρήματα. Κέρματα! Κι άλλες, καρύδια ή ξερά σύκα!
Τα αγόρια, όταν συναντούσαν μια άλλη παρέα που μόλις έβγαινε από ένα σπίτι, ρωτούσαν με... αθώο θράσος "τι σας έδωσαν ρε?" και αν το ποσόν ήταν πολύ ικανοποιητικό, ορμούσαν στην πόρτα ξαναμμένα, με τα μάγουλα κατακόκκινα!... "Να τα πούμε;".

Όταν τελείωνε το... θάρρος μας -δεν μπορούσαμε να "ενοχλούμε" και τελείως άγνωστα σπίτια- γυρίζαμε γρήγορα στο σπίτι. Ανυπομονούσαμε να δείξουμε στη μαμά τη... λεία μας!
Και η μία έσπρωχνε την άλλη, να προλάβει εκείνη να πει τα νέα πρώτη!
Η Βάννα βιαζόταν να μετρήσει τα κέρματα. Αυτά την ενδιέφεραν! Τα αυγά και τα καρύδια και τα σύκα μάλλον τη... νευρίαζαν!

Αδειάζαμε το καλαθάκι μας και το αφήναμε στην άκρη.
Δεν είχε τίποτα από τη δροσιά και την ομορφιά του πρωινού του στολισμού!
Τα λουλούδια του -όσα είχαν μείνει, γιατί κούνα-κούνα, όλο κι έπεφταν κάτω- είχαν μαραθεί και κρέμονταν θλιβερά.
Μα γίνονταν αστεία, έτσι καθώς ξεπρόβαλαν άχαρα τα κοτσάνια τους!...
Γελούσαμε! Χαιρόμασταν!
Η μαμά βλέποντας τη χαρά μας, χαιρόταν κι εκείνη μαζί μας!

Μετά, άρχιζε η προσμονή της Μεγάλης Πέμπτης.
Πάλι με το καλαθάκι θα βγαίναμε, αλλά χωρίς να είναι στολισμένο!
Μόνο τυλίγαμε γύρω του μια πένθιμη μαύρη κορδέλα! 
Και από τη Μ. Δευτέρα, αρχίζαμε τις... πρόβες:


"Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα...". 

Και σαν ξημέρωνε η Μ. Πέμπτη, η μαμά, που είχε ήδη αρχίσει να βάφει τα αυγά,
έπαιρνε εκείνο που είχε βάψει πρώτο, της Παναγίας,
και, τρυφερά τρυφερά,
σχημάτιζε μ' αυτό έναν μικρό αόρατο σταυρό στο μέτωπό μας!
Εγώ, στεκόμουν μπροστά της... κλαρίνο εκείνη την ώρα!
Ένιωθα μια ζεστασιά σ' όλο μου το κορμί, σαν να γινόμουν άτρωτη από όλα!
Ήταν, αλήθεια, πολύ όμορφο το συναίσθημα εκείνο!...

Ήταν πολύ όμορφα όλα τότε! 


Τώρα, όλες οι μέρες έγιναν πια ημέρες θλίψης κι αβάσταχτης οδύνης!
Τώρα τα κάλαντα που αρμόζουν σε όλες τις ημέρες, είναι αυτά:


"Σήμερα μαύρος ουρανός
σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται 
και τα βουνά λυπούνται..."





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου