27 Οκτ 2014


Στην παρέλαση                      

με νάιλον "ψιλή" κάλτσα...





- Θα βάλεις και μπλούζα κάτω από το πουκάμισο! Ακούς;
- Όχι, όχι, όχι!  Θα με χοντραίνει, ρε μαμά!!!
- Μα είσαι αδύνατη!… Θα κρυώσεις!
- Όχι! Δεν θέλω!… Είναι φρεσκοσιδερωμένο το λευκό μου πουκάμισο; Οι πιέτες στην μπλε μου φούστα; Είναι εντάξει;
- Είναι! Είναι!  Το έχει για βροχή! Αν αρχίσει να βρέχει, θα έρθεις αμέσως εκεί που θα είμαστε με τον μπαμπά!
- Μα αν ακόμη είναι η παρέλαση; Πώς θα φύγω εγώ;…
- Μωρέ, ακούς τι σου λέω;…

Δεν περιγράφεται το τι γινόταν εκείνο το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου στο σπίτι μας!
Τρία ήμασταν και γινόταν της τρελής! Ετοίμαζε η μαμά τα ρούχα μας, αλλά είχε και τον "κοκέτη" μπαμπά μας να φροντίσει! Εκείνη ήταν από φυσικού της πάντα όμορφη!
Και τα είχε όλα έτοιμα! Και των άλλων και τα δικά της!
Ήταν υπέροχες εκείνες οι στιγμές!...

Όλο το βράδυ σκεφτόμουν ποια ζώνη να βάλω: τη μαύρη με τα φαρδιά γαζιά ή τη λεπτούλα που η αγκράφα της ήταν ένα μικρό όμορφο χεράκι;
Και τα λευκά μου σοσονάκια… Αυτά δεν μου πολυάρεσαν!…
Στο Σώμα Ελλήνων Οδηγών φορούσαν λεπτές νάιλον κάλτσες, σαν αυτές της μαμάς!
Του χρόνου, θα παρελάσω με τις Οδηγούς! Να δεις!!! (Και το έκανα!!!)
Με γκρι-σιέλ πουκάμισο και το μαντίλι γύρω απ' το λαιμό, κόμπο δεμένο μπροστά!
Και ζώνη με καλογυαλισμένη πόρπη, να αγκαλιάζει σφιχτά τη λεπτή εφηβική μεσούλα!
Με τη στενή μας μπλε φούστα από δίμιτο, στην πένα!!! Και με το Τριφύλλι λαμπερό!
Και, το καλύτερο όλων, με νάιλον "ψιλή" κάλτσα στο φρεσκοξυρισμένο πόδι. που θα πατούσε πάνω σε… τακουνάκι!!! Τετράποντο ήταν, αλλά ήταν μεγάλη η χαρά μας!!!

Φεύγαμε τρέχοντας για την παρέλαση!!!
Και μετά, κορδωμένες περνούσαμε μπροστά από τους επισήμους, που στρογγυλοκάθονταν βαριεστημένοι μπροστά στη Λέσχη Αξιωματικών, στην Κεντρική Πλατεία της Λάρισας!
Η Φιλαρμονική του Δήμου της Λάρισας,  παιάνιζε…  Και από τα μεγάφωνα ακουγόταν με στόμφο η περιγραφή…
"Και τώρα περνάνε οι αυριανές Ελληνίδες μητέρες…"!
Κι εκεί πάνω άρχιζε η βροχή!  Η Λαρισιώτικη βροχή!
Εμείς… βήμα σταθερό! Δεν ξεφεύγαμε! Αλλά όταν δυνάμωνε και οι σταγόνες γίνονταν  χοντρές κι έπεφταν δυνατά στο πρόσωπό μας, μια-μια αραίωναν οι σειρές!
Η Φιλαρμονική συνέχιζε, όμως!… Κι εγώ ένιωθα η "σπουδαία Ελληνίδα, η ελπίδα της Ελλάδος, η αυριανή μητέρα…" και δεν έφευγα! Και η καημένη η μαμά  φώναζε… Κι εγώ κοιτούσα να μη χάσω το βήμα!… Μέχρι που σκορπιζόμασταν όλες!!!


Όχι, η μαμά δεν μας μάλωνε!!! Μας σκούπιζε, η έγνοια της ήταν να αλλάξουμε γρήγορα τα βρεγμένα μας ρούχα, φρόντιζε να μας ζεστάνει και με χάδια και φιλιά κι άρχιζε να μας λέει πόσο όμορφα ήμασταν!!!

Το απόγευμα, πάλι στην Κεντρική Πλατεία, ήταν η γιορτή της μέρας με χορούς των σχολείων…
Κάτω, κύκλοι ζωγραφισμένοι με άσπρη μπογιά, μας οδηγούσαν να μη χάνουμε την αρμονία των βημάτων μας, που τα έδινε φτερά η Φιλαρμονική του Δήμου και τα λαίμαργα βλέμματα των αγοριών, που έκαναν τις καρδιές μας να χορεύουν κάτω από το λευκό πουκάμισο!!!
Με το τέλος των παραδοσιακών χορών, τρέχαμε πάλι στην αγκαλιά της μαμάς  και του μπαμπά, ακούγαμε τα πρώτα κολακευτικά σχόλια -εμείς ήμασταν, μαθές, τα καλύτερα- και μετά χανόμασταν στα παιχνίδια και στις βόλτες της πλατείας!

Μέχρι που, ξάφνου, η μπάντα του Δήμου, μας… κοκάλωνε! Ακίνητοι όλοι στην Πλατεία!
Σ' όποια θέση βρισκόταν ο καθένας! Ακίνητοι! Μικροί και μεγάλοι! Σε στάση προσοχής!
Κι ακουγόταν ο Εθνικός Ύμνος! Ήταν η στιγμή της Υποστολής της Σημαίας- που γινόταν αργά-αργά, σε αντίθεση με την Έπαρση, που είχε γρήγορο και ζωηρό ανέβασμα!


Και κάπως έτσι, τελείωνε εκείνης της μέρας η γιορτή!
Εμείς περιμέναμε το Μάρτιο, για μία από τα ίδια…
Ή σχεδόν τα ίδια...

21 Μαΐ 2012




Στον Άκη, του κόσμου όλα τα φιλιά!


Μόλις γεννήθηκε εκείνη τη μαγιάτικη μέρα, δεν πρόλαβε να πάρει την πρώτη του ανάσα και τον έπνιξαν στα φιλιά!
Ήταν ένα ροδαλό μικρούτσικο αγοράκι,
το πρώτο που ήρθε να δημιουργήσει την οικογένεια -γιατί την οικογένεια, την κάνουν τα παιδιά, η απόκτησή τους, δηλαδή, διαφορετικά, μιλάμε για μια δυαδική, συντροφική σχέση- χαριτωμένο, όμορφο, με την αφοπλιστική αθωότητα που έχουν όλα τα μωρά στο βλέμμα τους, φυσικό ήταν να σε προκαλεί να το πάρεις αγκαλιά, να το χαϊδέψεις, να το κανακέψεις και, βέβαια, να το φιλήσεις. Απαλά. Προσεκτικά. Ανεπαίσθητα.


Εντάξει. Έτσι γίνεται συνήθως.
Μα με ετούτο εδώ το αγοράκι, ήταν άλλο πράγμα! Το έπνιξαν το ψυχάκι στα φιλιά!
Η μάνα του, δηλαδή... Εκείνη κυρίως.
Δεν το άφηνε σε ησυχία! 

Μικρή πολύ στην ηλικία η ίδια, το έβλεπε στην αρχή σαν το ζωντανό της παιχνίδι. Και μαζί με τα φιλιά, έκανε και κάτι άλλο: κρατούσε το δάχτυλό της όσο δυνατά γινόταν να μην πονάει ο μπέμπης στο σαγονάκι του, εκεί που αδιόρατα άρχισε να σχηματίζεται ένα λακκάκι! Έτσι -έλεγε- θα γίνει κανονικό λακκάκι στο σαγόνι του και θα 'ναι πολύ πιο όμορφο!




Λακκάκι έγινε, αλλά μάλλον όχι από το δάχτυλο της Μαρίκας, κι ας καμάρωνε εκείνη ότι ήταν δικό της επίτευγμα! Και δώσ' του να το φιλάει το μωρό ασταμάτητα! Το ρουφούσε, στην κυριολεξία! Κι ο μικρός "πασάς" της νεαρής Μαρίκας, μαζί με το γάλα του στήθους της, ρουφούσε και τα φιλιά της. Κι έτσι, όπως όλα τα μωρά, έμαθε κι εκείνο από την πρώτη του ανάσα, να περιμένει τα φιλιά. Δικαιωματικά. Σαν να του τα όφειλαν όλοι όσους θα αγαπούσε στο μέλλον.



Λίγο αργότερα, η οικογένεια "αυγάτισε". Μεγάλωσε, δηλαδή. Ήρθε μία κόρη, και στην τρίτη γέννα, ήρθε και άλλη μία κόρη να διαψεύσει τις ελπίδες και την προσδοκία του πατέρα για έναν δεύτερο γιο. Τελικά, αυτή έγινε η αγαπημένη του. Η "αδυναμία" του, όπως λέμε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αγαπούσε και την άλλη. Στις γυναίκες, λοιπόν, της ζωής του μωρού, ήρθαν και προστέθηκαν και άλλες δύο, που σιγά-σιγά, καθώς μάθαιναν να κάνουν τα πρώτα τους βήματα και να ψελλίζουν τις πρώτες τους λέξεις, έμαθαν κι εκείνες να τον πνίγουν στα φιλιά! Βάλε και τις γιαγιές, τις θείες, τις μεγαλύτερες ξαδερφούλες, τις κουμπάρες, τις γειτόνισσες, τις συμπεθέρες... Το μικρό αγοράκι δεχόταν αδιαμαρτύρητα τα φιλιά τους. Μερικές φορές μόνο, με την ανάστροφη της παλάμης του, σκούπιζε τα μαγουλάκια του από τα κραγιόν ή και τα σάλια των απρόσεκτων κυριών. Εκείνες ούτε που το πρόσεχαν αυτό!



Το αγοράκι, μεγάλωνε. Η Μαρίκα, η μάνα του, το αποκαλούσε "πασάκο μου". Και του φερόταν σαν σε πασά, σε άρχοντα. Του πήραν ένα αλογάκι, εκείνα τα από πεπιεσμένο χαρτί υπέροχα αλογάκια, αργότερα ποδηλατάκι. 
Ο μπέμπης μεγάλωνε, αλλά είχε πλέον και... υποχρεώσεις: "Πρόσεχε τα κορίτσια, εσύ που είσαι μεγάλος"! Μεγαλύτερος, εννοούσαν, αλλά έλεγαν "μεγάλος", για να νιώσει έτσι ο μικρός περισσότερο την ευθύνη του. Και αυτό το κουβάλησε υπεύθυνα στις πλάτες του, ακόμα κι όταν "τα κορίτσια" μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, έκαναν τα δικά τους σπιτικά. 
Εκείνος είχε κρατήσει εκείνες τις λέξεις: 
"Πρόσεχε τα κορίτσια"! 
Τις πρόσεχε, τις αγκάλιαζε, τις έδινε και έπαιρνε τα φιλιά τους. Πάντα. 

Τις Κυριακές έβγαιναν βόλτα όλοι μαζί, ντυμένοι με τα καλά τους. Πήγαιναν στο μεγάλο πάρκο της πόλης, δίπλα στο ποτάμι. Στο ποτάμι που πολλά χρόνια αργότερα, το αγοράκι θα έπαιζε έναν πολύ σημαντικό ρόλο για τη διάσωσή του. Πήγαιναν, λοιπόν, την κυριακάτικη βόλτα τους, το αγοράκι με μαύρο βελούδινο παντελονάκι, το ίδιο γιλέκο και άσπρο, κάτασπρο πουκαμισάκι, τα κορίτσια με φορεματάκια πιε ντε πουλ με δαντελίτσες και λουλουδάκια, η μαμά με το σαντούκ ταγιέρ της και το μαντό της -απαραίτητο τότε στην επαρχία- ενώ ο πάτερ φαμίλιας φορούσε το κλασικό κυριακάτικο κοστούμι του, με τη μανσέτα του πουκαμίσου να εξέχει ακριβώς ένα εκατοστό από το μανίκι. Φυσικά, γραβάτα και μπουτονιέρα. Ή μαντιλάκι στην τσέπη του σακακιού, πάντα αρωματισμένο με κολόνια "λεμόνι".

Στη βόλτα αυτή, συναντούσαν φίλους, συγγενείς, γνωστούς. 
Όλοι έσκυβαν κι έδιναν φιλιά στον μικρό. Στα κορίτσια ό,τι περίσσευε. Κι αυτό γιατί αμέσως μετά την πρώτη χαιρετούρα και τα πρώτα φιλιά στο αγοράκι, κάτι έλεγε η μαμά, κάτι ο μπαμπάς και... διέκοπταν τη φόρα των φιλιών! Έμενε κάτι στη μέση... Ευτυχώς, για τα κοριτσάκια! 
Γυρίζοντας στο σπίτι, άντε ξανα-μανά φιλιά από τη μαμά "Μπράβο, που ήσασταν καλά παιδάκια! Μπράβο!" και δώσ' του ξανά και ξανά φιλιά -κυρίως, όμως, στο γιο. Τον κανακάρη, τον "πασά" της.  Δεν ξέρω πόσο απολάμβανε το μικρό αγοράκι τα φιλιά που του δίνονταν.
Ξέρω, όμως, ότι χαιρόταν τα φιλιά της μαμάς, του μπαμπά και των κοριτσιών. Γιατί μέσα από αυτά τα φιλιά, έμαθε αργότερα να δίνει και να παίρνει τα φιλιά των προσωπικών επιλογών του. Άλλοτε φιλιά ανιδιοτελή, που έκφραζαν ειλικρινή αγάπη και άλλοτε φιλιά που τον πρόδωσαν. 

Και, πάντως, το αγοράκι εκείνο έμαθε να δίνει φιλιά. Φιλιά αδελφικά, τρυφερά, στοργικά. Φιλιά ερωτικά, με πάθος, φλόγα και ένταση. Φιλιά φιλικά. Τέλος, φιλιά, πατρικά. Και ποτέ μα ποτέ δεν έδωσε "φιλιά του αέρα". Φιλιά "κοινωνικών συναναστροφών", φιλιά υποχρέωσης. Φιλιά "δήθεν". Το αγοράκι με τα γαλανά μάτια, κράτησε την αθωότητα του βρεφικού του βλέμματος μέχρι το τέλος. Κράτησε και χειρίστηκε την εντιμότητα των "έντιμων φιλιών". Ήρθε το σχολείο -Δ' Δημοτικό- το Γυμνάσιο Αρρένων, το Πολυτεχνείο στη Θεσσαλονίκη.

Ο νεαρός άντρας είχε γευτεί πια όλων των ειδών τα φιλιά. Αθώα και ένοχα. Αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ. Κι έκανε οικογένεια δική του. Και φίλησε στην κούνια τους τρεις γιους, τον έναν πίσω από τον άλλον. Και με τη δύναμη των φιλιών που πήρε από τη μάνα του στη δική του κούνια, προχωρούσε στη ζωή του δυναμικά, αρχηγικά. Δραστήριος, πληθωρικός, δοτικός, παρών σε κάθε στιγμή που κάποιος τον χρειαζόταν. Παρών με ένα χάδι κι ένα φιλί . 
Άπλωνε τα χέρια του, έπιανε το πρόσωπό σου με τις δύο μεγάλες παλάμες του, και σου έδινε το πιο "καθαρό" φιλί του κόσμου! 
"Εγώ είμαι εδώ, μη φοβάσαι"! 
Αυτό έλεγε το φιλί του. "Εγώ είμαι εδώ για σένα. Μη φοβάσαι!". 

Ποτέ δεν θα μάθω αν τα φιλιά που ήξερε να δίνει, ξεκινούσαν από τα φιλιά που πήρε από την πρώτη στιγμή της ζωής του. Νομίζω, όμως, ότι δεν γίνεται να έχεις πάρει τόση αγάπη "δεδηλωμένη" με τόσα φιλιά και να μη γυρίσεις πίσω όλα αυτά τα φιλιά!

Γιατί ο Άκης, το αγοράκι που το γέμισαν φιλιά αγάπης, όσα φιλιά πήρε, τα έδωσε με το παραπάνω! 
Στην άκρη κάθε του φιλιού, άνθιζε η προσφορά: αγάπη, φιλία, έρωτας... 
Ό,τι κι αν ήταν, ήταν γνήσιο και καθαρό, απαλλαγμένο από κάθε σκοπιμότητα. 
Έτσι όπως πρέπει να είναι καθετί που δίνουμε με αγάπη. 

Γι' αυτό, στον Άκη, του κόσμου όλα τα φιλιά. 

5 Απρ 2012

"Συχώρα με, που σε χρησιμοποίησα σαν υλικό στα όνειρά μου"!

Δεν μου άρεσαν ποτέ οι υπερβολές και οι φιοριτούρες στα λόγια. Δεν μου άρεσε ποτέ απλά νοήματα να λέγονται και να αναλύονται με στόμφο, πομπώδεις εκφράσεις  και... περί διά γραμμάτου!
Και καθόλου μα καθόλου δεν μου άρεσε να "χρησιμοποιείται" κάποιος για να ενισχύσει τις απόψεις μας -σωστές ή λάθος.

Ήμουν μικρή, όταν είχα κάπου διαβάσει:
"Συχώρα με, που σε χρησιμοποίησα σαν υλικό στα όνειρά μου"!
Είχα εντυπωσιαστεί! Δεν το ξέχασα ποτέ!
Και το συνάντησα στη ζωή μου πολλές φορές...

Τώρα, για μία φορά ακόμη είδα να "παίζεται" ξανά το παιχνίδι αυτό.
Το παιχνίδι της χρησιμοποίησης, ενδεχομένως και της εκμετάλλευσης ανθρώπου!  
Και μάλιστα ανθρώπου που έφυγε από τη ζωή!

Ναι, αναφέρομαι στον τραγικό αυτόχειρα! Στον άνθρωπο που οδηγήθηκε εκεί!
Αλλά που δεν θα τον χαρακτήριζα "γενναίο". Τραγικό, δυστυχή, απελπισμένο, ναι!
Όχι, όμως, γενναίο. Γιατί με τέτοιο χαρακτηρισμό, θα συμβάλλω στο να θελήσουν κι άλλοι απελπισμένοι -και είναι χιλιάδες- να ακολουθήσουν, αν όχι να αντιγράψουν, τη "γενναία" του αυτή πράξη!
Περισσότερη δύναμη χρειάζεται για να ζήσεις σήμερα στην κατακτημένη χώρα μας, από το να διαλέξεις μια πιστολιά! Περισσότερο γενναίος είναι αυτός που θα μείνει να αντισταθεί. Που θα παλέψει!

Τον δυστυχισμένο αυτόν άνθρωπο, λοιπόν, τον "άρπαξαν" αμέσως, τον μοίρασαν, τον τραβούσαν άλλοι από δω και άλλοι από κει, τον έκαναν σύμβολο, παντιέρα, σημαία!
Και αντιμετωπίστηκε ωσάν να  ήταν ο πρώτος που δεν άντεξε τη θλιβερή, την αβάσταχτη πραγματικότητα που πνίγει τις ζωές μας.

Δεν είναι άδικο οι άλλοι αυτόχειρες να φύγουν μόνο με το θρήνο και το πένθος των οικείων τους; Γιατί όχι και για εκείνους συγκεντρώσεις έξω απ' τα σπίτια τους, λουλούδια, κεριά και σημειώματα οδύνης;...
Θα μου πείτε "μα σ' αυτή την περίπτωση ήταν κραυγαλέο! Έγινε στο Σύνταγμα!!!".
Και -σχεδόν βέβαιο είναι- διάλεξε ο ίδιος το σημείο, για να "ακουστεί" η πιστολιά του και στην πιο απόμακρη γωνιά της Ελλάδας.
Και ακούστηκε. Σπαρακτική. Δυνατή. Εκκωφαντική! 

Σίγουρα, ο θάνατός του ήταν πολιτική πράξη! Κραυγή διαμαρτυρίας.
Αυτή του η απόφαση, όμως, μας δίνει, άραγε, το δικαίωμα να περιφέρουμε -ο καθένας για τους δικούς του λόγους και από τη δική του σκοπιά- το θάνατό του σαν πειστήριο της δυστυχίας στην οποία μας οδήγησαν; 
Είναι θλιβερό, αλλά ακολούθησαν υποκριτικές φωνές... Φωνές που πνίγονταν σε λυγμούς οδύνης! Κλαυθμοί και οδυρμοί. Δηλώσεις και αναλύσεις.

Αισθάνομαι ενοχές που δεν τον αφήνουμε να ησυχάσει.
Αισθάνομαι ντροπή και αγανάκτηση, που σέρνουμε την απόγνωσή του από Κανάλι σε Κανάλι, από Τοίχο σε Τοίχο, από Δίκτυο σε Δίκτυο.
Αισθάνομαι θυμό, που διεφθαρμένοι, δωσίλογοι, αεριτζήδες και πουλημένοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και παίζουν μπάλα με την κουρασμένη του ζωή!!!

Και βέβαια, πάνω απ' όλα αισθάνομαι σεβασμό στη μνήμη του.
Στη μνήμη ενός πατέρα, ενός ανθρώπου που πάλεψε στη ζωή του
και, τέλος, στη μνήμη ενός αγωνιστή!
Ας τον αφήσουμε να ησυχάσει.
Και ας είναι το ταξίδι του γαλήνιο πια...






4 Απρ 2012

Στο μπαλκόνι με τα μαρμάρινα σκαλιστά φουρούσια...



Παραμονές Ανάστασης του Λαζάρου...
Ετοιμασίες να δουν τα μάτια σου!!!
"Τι θα φορέσουμε, μαμά; Το καινούριο φόρεμα; Να βάλουμε τα καινούρια μας παπούτσια;"... 
"Α, όχι είπαμε! Αυτά θα τα φορέσετε τη Μεγάλη Παρασκευή...". 
Η φωνή της δεν είχε θυμό ούτε καν εκνευρισμό...
Χαιρόταν πάντα μαζί μας τέτοιες στιγμές η μαμά! Σαν παιδί κι εκείνη!
Ήταν, άλλωστε, τόσο νέα!...

Κάθε χρόνο οι ίδιες ερωτήσεις, οι ίδιες ετοιμασίες, η ίδια ανυπομονησία και χαρά!
Μα πρώτη θέση σε όλα αυτά, είχαν τα... καλαθάκια μας!!! 
Τα καλαθάκια για τα πασχαλινά κάλαντα! 
Πρώτα του Λαζάρου, όπου τραγουδούσαν, κατά κανόνα, μόνον τα κοριτσάκια, οι Λαζαρίνες, και μετά της Μ. Πέμπτης,, όπου τραγουδούσαν, κατά κανόνα, μόνον τα αγοράκια, αλλά εκείνα δεν στόλιζαν το καλαθάκι τους -ήταν... σοβαρά!!!

Την Παρασκευή, λοιπόν, μαζεύαμε λουλούδια από τις γειτονιές.
Πηγαίναμε και πιο έξω από την πόλη, βρίσκαμε χωραφάκια, αγρούς γεμάτους με τα μικρούλικα ανθάκια, τα κίτρινα, τα "λαζαράκια".
Η μαμά ήδη μας είχε κόψει από τον κήπο της αυλής μας όμορφα μικρά λουλούδια και μαργαριτούλες...
Μα τα ομορφότερα και τα πιο ευωδιαστά ήταν οι πασχαλιές! Λευκές και μοβ! 

Καθόμασταν μετά και με μία βελόνα περνούσαμε σε κλωστή με προσοχή
 ένα ένα άνθη από χαμομηλάκια ή μαργαριτούλες και τα κάναμε γιρλάντες!
Μ' αυτές θα στολίζαμε το καλαθάκι μας γύρω γύρω.
Μετά, θα στερεώναμε ένα ένα τα λουλούδια, με "οδηγό" τη γιρλάντα.
Τις πασχαλιές, τις αφήναμε στο τέλος.
Ήταν η τελευταία πιο γιορτινή και μυρωδάτη πινελιά στο έργο μας!
Αφού τελειώναμε το στόλισμα, η μαμά μάς έδινε μαλακά άχυρα από αυτά που είχαν στις συσκευασίες των γυαλικών, και τα βάζαμε μέσα στο καλαθάκι μας,
ώστε την άλλη μέρα να... καθίσουν πάνω τους, μαλακά μαλακά,
τα αυγά που θα μας έδιναν!

Αφήναμε τα καλαθάκια μας έτσι στολισμένα στην αυλή 
ή στο μπαλκόνι με τα μαρμάρινα σκαλιστά φουρούσια 
και τα περίτεχνα καμωμένα κάγκελα... 
Έπρεπε να μη μαραθούν τα λουλούδια... 
Γι' αυτό, όλη τη νύχτα έμεναν έξω.
Μέσα, γινόταν χαλασμός!!! Ήμασταν χαρούμενα κι ανυπόμονα!

Σχεδιάζαμε πού θα πάμε να πούμε τα κάλαντα. Θα ξεκινούσαμε από την κυρία Τούλα...
Σ' εμάς θα έρχονταν "να τα πουν" οι κόρες της, η Ζέτα και η Λίλα!
Τη Λίλα την είχε βαφτίσει η μαμά... Ήμασταν πολύ αγαπημένα!
Μετά, δίπλα, στην κυρία Κωνσταντινιά... Απέναντι, στην κυρία Χρυσούλα
και, σιγά σιγά, θα ανεβαίναμε τη Σκουφά, τον αγαπημένο μου δρόμο με τις ακακίες... 
Δεν άνοιγαν, βέβαια, όλες οι πόρτες! Τότε, μουτρωμένες, μουρμουρίζαμε:
"Σαν δεν ντρέπεται!  Η παλιοτσιγκούνα"!!! Αλλά συνεχίζαμε...
"Να τα πούμε;". 
"Πέστε τα"! 
Κι αρχίζαμε να τραγουδάμε -ευτυχώς που δεν ήμασταν φάλτσες- κουνώντας το καλαθάκι μας πέρα δώθε!!!

Ήρθ' ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια, 
ήρθ' η Κυριακή που τρων' τα ψάρια...
Πού 'σουν, Λάζαρε, πού 'σουν κρυμμένος
Μες στα χάντακα χαντακωμένος...
Δώσ' μου, δώσ' μου κρύο νεράκι 
να ξεπλύνω το στοματάκι...
Του Λάζαρου, του Λάζαρου
τ' αυγό στο καλαθάκι
το καλαθάκι θέλει αυγό κι η τσέπη μου κουκόσι
κι η άλλη πόρτα καρτερεί με το σταυρό στο χέρι...


Και, τελειώναμε φωνάζοντας δυνατά: "Και του χρόνου"!!! 

Συνήθως, μας άφηναν και το λέγαμε όλο. Αν, όμως, κάπου μας διέκοπταν, λέγοντας εκείνοι "Και του χρόνου!", εγώ ένιωθα ότι με είχαν προσβάλλει και δεν ήθελα να ξαναπάω ποτέ πια στο σπίτι αυτό!!!

Από πόρτα σε πόρτα, λοιπόν, και ενδιάμεσα μετρούσαμε και τα άσπρα αυγά στο καλαθάκι! Μερικές νοικοκυρές μας έδιναν χρήματα. Κέρματα! Κι άλλες, καρύδια ή ξερά σύκα!
Τα αγόρια, όταν συναντούσαν μια άλλη παρέα που μόλις έβγαινε από ένα σπίτι, ρωτούσαν με... αθώο θράσος "τι σας έδωσαν ρε?" και αν το ποσόν ήταν πολύ ικανοποιητικό, ορμούσαν στην πόρτα ξαναμμένα, με τα μάγουλα κατακόκκινα!... "Να τα πούμε;".

Όταν τελείωνε το... θάρρος μας -δεν μπορούσαμε να "ενοχλούμε" και τελείως άγνωστα σπίτια- γυρίζαμε γρήγορα στο σπίτι. Ανυπομονούσαμε να δείξουμε στη μαμά τη... λεία μας!
Και η μία έσπρωχνε την άλλη, να προλάβει εκείνη να πει τα νέα πρώτη!
Η Βάννα βιαζόταν να μετρήσει τα κέρματα. Αυτά την ενδιέφεραν! Τα αυγά και τα καρύδια και τα σύκα μάλλον τη... νευρίαζαν!

Αδειάζαμε το καλαθάκι μας και το αφήναμε στην άκρη.
Δεν είχε τίποτα από τη δροσιά και την ομορφιά του πρωινού του στολισμού!
Τα λουλούδια του -όσα είχαν μείνει, γιατί κούνα-κούνα, όλο κι έπεφταν κάτω- είχαν μαραθεί και κρέμονταν θλιβερά.
Μα γίνονταν αστεία, έτσι καθώς ξεπρόβαλαν άχαρα τα κοτσάνια τους!...
Γελούσαμε! Χαιρόμασταν!
Η μαμά βλέποντας τη χαρά μας, χαιρόταν κι εκείνη μαζί μας!

Μετά, άρχιζε η προσμονή της Μεγάλης Πέμπτης.
Πάλι με το καλαθάκι θα βγαίναμε, αλλά χωρίς να είναι στολισμένο!
Μόνο τυλίγαμε γύρω του μια πένθιμη μαύρη κορδέλα! 
Και από τη Μ. Δευτέρα, αρχίζαμε τις... πρόβες:


"Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα...". 

Και σαν ξημέρωνε η Μ. Πέμπτη, η μαμά, που είχε ήδη αρχίσει να βάφει τα αυγά,
έπαιρνε εκείνο που είχε βάψει πρώτο, της Παναγίας,
και, τρυφερά τρυφερά,
σχημάτιζε μ' αυτό έναν μικρό αόρατο σταυρό στο μέτωπό μας!
Εγώ, στεκόμουν μπροστά της... κλαρίνο εκείνη την ώρα!
Ένιωθα μια ζεστασιά σ' όλο μου το κορμί, σαν να γινόμουν άτρωτη από όλα!
Ήταν, αλήθεια, πολύ όμορφο το συναίσθημα εκείνο!...

Ήταν πολύ όμορφα όλα τότε! 


Τώρα, όλες οι μέρες έγιναν πια ημέρες θλίψης κι αβάσταχτης οδύνης!
Τώρα τα κάλαντα που αρμόζουν σε όλες τις ημέρες, είναι αυτά:


"Σήμερα μαύρος ουρανός
σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται 
και τα βουνά λυπούνται..."





13 Μαρ 2012

“Κύκλος διάσωσης”…



Είναι αλήθεια και ποιος μπορεί πια να το αμφισβητήσει: λεηλατείται η ζωή μας!!! 
Αποφεύγω να πω “λεηλατήθηκε”, κρατώντας μιαν ανάσα ξέπνοης αισιοδοξίας.
Αλλά,  φαίνεται λανθάνω.  
Όχι, δεν είναι “ξέπνοη” η ελπίδα.  Βλέπω να απλώνονται τα χέρια μας…  
Νιώθω τη διάθεση να κρατηθούμε ο ένας στην παλάμη του άλλου… 
Να στηριχτούμε στο χαμόγελο του άλλου… 
Να δανείσουμε ο ένας στον άλλον την ανάσα μας!!! 

Στην Αμερική έχει αρχίσει το εξής φαινόμενο:
μόλις κάποιο μαγαζί πάει για κλείσιμο λόγω χρεών, “πέφτει σύρμα” (SMS, Facebook κ.ά.
και αμέσως ο κόσμος σπεύδει να αγοράσει ό,τι του χρειάζεται, έστω και λίγο.
Οι ιδιοκτήτες, χρεωμένοι απελπιστικά, γρήγορα βλέπουν το εμπόρευμά τους 
να αδειάζει από τα σκονισμένα ράφια του μαγαζιού τους…
Ξεπουλάνε και γλιτώνουν το κλείσιμο!
Αυτό για τους ξένους λέγεται “κοινωνική αλληλεγγύη”. Κάτι που στη χώρα μας, έχει
εκλείψει από το '60!   
Τώρα, στις δύσκολες αυτές ώρες που βυθιζόμαστε ολοένα και πιο επικίνδυνα στην απελπισία, τα καμπανάκια της αλληλοβοήθειας σημαίνουν συναγερμό!

Και, βέβαια, δεν αναφέρομαι σε “ζητιανιές” και σε “ελεημοσύνες”. Αλλά στο συναίσθημα της συμμετοχής στο πρόβλημα του διπλανού, που είναι και δικό μας πρόβλημα –άσχετο αν φάνηκε ή δεν φάνηκε ακόμη!!!

Το “Κίνημα της πατάτας”, χλευάστηκε, αμφισβητήθηκε, διακωμωδήθηκε, αλλά στο τέλος η απόδειξη ήταν μπροστά στα μάτια μας: έσπασε η χοντρή αλυσίδα των μεσαζόντων που ανέβαζε αδικαιολόγητα τις τιμές. Κι αυτό απλώνεται και σε άλλα προϊόντα τώρα: ελιές, λάδι, ρύζι, όσπρια κ.λπ.

Πολλοί λένε απαξιωτικά πως γυρίζουμε έτσι στις δεκαετίες του ’50, του ’60…
Γυρίζουμε, δηλαδή, στην εποχή της γειτονιάς! Ναι… Και λοιπόν; Γιατί όχι;
Οι συνθήκες αυτές, οι δύσκολες, θα μας φέρουν ξανά κοντά. 
Να ξαναβρούμε αυτό που χάσαμε μέσα στην παραζάλη της επίπλαστης αφθονίας, του “κατασκευασμένου” πλούτου, της ψεύτικης χλιδής…

Να γυρίσουμε στην εποχή της συνειδητής στήριξης της αγοράς μας.
Να μην προστρέξουμε στα μεγάλα πολυεθνικά καταστήματα, με τις συχνά δελεαστικές τιμές.
Να μην πέσουμε στην παγίδα του “ναι, το καταλαβαίνω μεν, αλλά εκεί τα βρίσκω φτηνότερα…”!  Γιατί αν εμείς ξεγελιόμαστε με τη μικρή διαφορά της τιμής, εκείνοι κερδίζουν πολύ περισσότερα… 
Εκείνοι που συμβάλλουν, επιτείνουν, εκμεταλλεύονται την αδυναμία μας 
και μεθοδικά μας οδηγούν στο χείλος του γκρεμού.

Πρέπει να “ζωντανέψουμε” τις ναρκωμένες συνειδήσεις μας. 
Να δούμε με διαυγέστερο βλέμμα. 
Να συνειδητοποιήσουμε τη δύναμη που είναι κρυμμένη μέσα μας. 
Και όλοι μαζί, χωρίς σημαίες και λάβαρα, να βρούμε τους τρόπους και να οδηγηθούμε στους δρόμους της άμυνας.

Αν ενισχυθεί η τοπική αγορά, αν ξαναγυρίσουμε στα μικρομάγαζα της γειτονιάς μας, αν δεν τρέξουμε στο μεγάλο κατάστημα που έχει “απ’ όλα” για να πάρουμε χαρτοπετσέτες, τηλεόραση, κατσαρόλα, φανελάκια και κάλτσες, αλλά πάμε στο μικρό κατάστημα που δεν έχει «απ’ όλα», αλλά που έχει ένα «πρόσωπο», που αναπτύσσεις μια σχέση με τον έμπορο, τότε θα έχουμε συμβάλει σ’ έναν «κύκλο διάσωσης»! 
Γιατί έτσι, θα βοηθήσουμε να έχουν τα δικά μας τοπικά ελληνικά καταστήματα, έναν αυξημένο τζίρο –στο μέτρο του δυνατού- και αυτή η αύξηση θα φέρει σιγά-σιγά με τη σειρά της και θέσεις εργασίας.

Και κάτι ακόμη που θα πρέπει να μας κάνει όλους να δούμε με περίσκεψη την ενίσχυση της τοπικής μας αγοράς, είναι η θλιβερή, η βαθιά θλιβερή εικόνα των κλειστών καταστημάτων. 
Μαγαζιά με ιστορία στην πόλη, με παρουσία χρόνων, κατεβάζουν τα ρολά και ένα βαρύ λουκέτο κλειδώνει για πάντα το κομμάτι της ζωής που πέρασε μέσα από αυτό και της ζωής που ακόμα του αναλογούσε... 
Και πίσω από ένα κλειστό κατάστημα, κρύβεται το δράμα μιας ή και περισσότερων  οικογενειών που χάνουν τις ελπίδες τους για επιβίωση.

Είναι πολύ θλιμμένη, πολύ λυπημένη μια τέτοια ώρα. 
Και ακριβώς αυτό θα πρέπει να μας βοηθήσει στη βαθιά κι αληθινή συνειδητοποίηση 
του πώς και τι μπορούμε να κάνουμε. 
Και να μη στεκόμαστε μόνο στη λεκτική συμπαράσταση...
Αξιοπρέπεια, ναι, να έχουμε! Καρτερία, όχι!






13 Δεκ 2011

Ο μπακλαβάς της μαμάς!



 
Τα χέρια της κυλούσαν μπρος-πίσω πάνω στον λεπτό πλάστη 
με το φύλλο που τυλιγόταν γύρω του 
και το άπλωνε πετώντας το 
-στην κυριολεξία- 
πάνω στο πλαστήρι! 
Σαράντα φύλλα άνοιγε για το μεγάλο 
"κεντημένο" με σχέδια ρηχό ταψί, το σινί. 
Φύλλα που έπρεπε να γίνουν λεπτά 
"σαν τσιγαρόχαρτο" -έτσι έλεγε!
Καθόμουν και την παρατηρούσα, 
μαγεμένη από αυτή της την ικανότητα 
να μετατρέπει μια μικρή μπαλίτσα ζυμαριού 
σε ένα τόσο μεγάλο "στρογγυλό σεντόνι"! 
Και τόσο γρήγορα!!!

Ένα-ένα, τα άπλωνε πάνω στο ντιβάνι 
όπου είχε στρώσει λαδόκολλες. 
Όταν τελείωνε, άρχιζε να τα στρώνει στο σινί: 
φύλλο και καρύδια, κανέλλα με γαρίφαλλο και ζάχαρη. 
Τα πασπάλιζε με μια κίνηση αεράτη και γρήγορη... 
Πήγαιναν ομοιόμορφα παντού, σ' όλη την επιφάνεια. 
Και ξανά φύλλο και ξανά γέμιση... μέχρι να τελειώσουν και τα σαράντα... 
Πάνω-πάνω, έστρωνε 4-5 χωρίς γέμιση ανάμεσά τους 
-μόνο φρέσκο αρωματικό βούτυρο. 
Χάραζε τον μπακλαβά με κοφτερό μαχαίρι 
κι άρχιζε γρήγορα-γρήγορα να καρφώνει πάνω σε κάθε μπακλαβωτό κομμάτι 
από ένα καρφάκι γαρίφαλλου.

Τότε με κοίταζε τρυφερά, γελούσε και μου έδινε και μένα δουλειά: 
γέμιζε τη χουφτίτσα μου με μοσχοκάρφια και κάρφωνα κι εγώ!!! 
Τι χαρά!

Μετά, πήγαινε το ταψί στο φούρνο της γειτονιάς. 
Αργότερα, ακολουθούσε η διαδικασία του σιροπιάσματος! 
Εγώ εκεί! Δεν ξεκολλούσα! 
Με μάγευε αυτό το γελαστό πρόσωπο, που έκανε όλα αυτά τα θαυμαστά!
Κι αφού όλα τελείωναν, έφευγε. 
Στο διπλανό σπίτι, η φίλη γειτόνισσα, η κυρία Χρυσούλα, 
δεν ήξερε να ανοίγει καλό φύλλο. 
Πήγαινε η μαμά μου και τη βοηθούσε να τελειώσει κι εκείνη γρήγορα. 
Και μετά, στην κυρία Κωνσταντινιά!... 
Ήταν τόσο γρήγορη και τόσο ικανή!...

Την άλλη μέρα ήταν η σειρά του... κανταϊφιού!!! 
Εγώ, πάλι εκεί! 
Καρφωμένη, να παρακολουθώ γοητευμένη τις υπέροχες κινήσεις της! 
Μαλλιά αγγέλου, καρύδια και μοσχοβολιές και σιρόπιασμα μετά το ψήσιμο... 
Και το σπίτι να ευωδιάζει! 
Και να την ακούω να τραγουδάει κιόλας! 
Και τραγουδούσε ωραία!!! 
Κι εγώ πίστευα ότι ήμουν το πιο... προνομιούχο παιδί της γειτονιάς: 
είχα την πιο σπουδαία μαμά, 
που ήξερε να κάνει πράγματα που οι άλλες μαμάδες δεν ήξεραν!!!

Τις ημέρες αυτές γυρίζω εκεί... 
Και μου λείπει η διαδικασία εκείνου του μπακλαβά! 
Μου λείπουν όλες εκείνες οι μυρωδιές που η μνήμη δεν σβήνει ποτέ!
Και μου λείπει η μαμά μου!

19 Νοε 2011

12 Νοε 2011

Βραδιάζει... Λείπουν όλα. Κι όλα είναι εδώ!

Βραδιάζει.
Και λείπουν όλα όσα έκαναν το βράδια να είναι φωτεινά!
Βραδιάζει. Και οι ακακίες είναι μισόγυμνες.
Οι παλιές φιλίες είναι ξεφτισμένες.
Οι καινούριες δεν είναι λαμπερές. Είναι τυλιγμένες στα "δήθεν" και στις εξηγήσεις...
Βραδιάζει.
Και ο Άκης δεν είναι εδώ. Και λείπει η Ντόλλυ. Και λείπει και ο Γιάννης.
Βραδιάζει. Και όλα είναι αλλιώς σε τούτη την πόλη. Την πόλη που αγάπησα, που με αγάπησε.
Την πόλη που αγαπήθηκα!
Το ποτάμι ήρεμο. Οι δρόμοι διαφορετικοί. Τα γέλια των παιδιών, διαφορετικά.
Και τα όνειρα διαφορετικά. Και οι μυρωδιές διαφορετικές.
Τότε ακακία, πασχαλιά και λεμόνι! Τώρα Montana, Poison kai Poem!
Ένα τσίπουρο σκέτο -με γλυκάνισο ή χωρίς- ένα παιχνίδισμα των ματιών, ένα τραγούδι με μια όχι καλοκουρδισμένη κιθάρα, ένα ερωτικό ραβασάκι γραμμένο σε... αποκριάτικη σερπαντίνα, ένα cheek to cheek στα μισοσκότεινα, ένα φευγαλέο άγγιγμα στα χείλια...
Λείπουν όλα. Και όλα είναι εδώ!
Κι εγώ να μνημονεύω...
Και να μυρίζω την ακακία και τον ποταμίσιο αέρα.
Και να αναζητώ τον Άκη.
Πάντα τον  Άκη.
Βραδιάζει.

23 Σεπ 2011

Η Λένα

Από μικρή αγαπούσα πολύ όλα τα αδύναμα πλάσματα του κόσμου… Παιδάκι ακόμη και μάζευα στον κήπο του σπιτιού μας στο Μαϊάμι τα κουτσά γατάκια, εκείνα που είχαν χάσει το ματάκι τους, σκυλάκια που σώθηκαν μετά δυσκολίας από χτύπημα αυτοκινήτου… Τα…αρτιμελή με άφηναν αδιάφορη –ήμουν μικρή και ολίγον χαζή- και πίστευα ότι αυτά δε με είχαν ανάγκη! Αργότερα, κατάλαβα ότι και τα αρτιμελή όντα έχουν ανάγκη από χάδια, στοργή και… τροφή ενίοτε!
Αυτό μου το έμαθε η Λένα μου.
Η Λένα είναι η μεγάλη μου αδερφή. Νομίζω ότι πρέπει να ήταν το πρώτο προσωπάκι που αντίκρυσα πάνω από το κρεβατάκι μου ή, μάλλον, δίπλα, γιατί και εκείνη μικρούλα ήταν όταν έφθασα θορυβωδώς στον κόσμο αυτό, ταλαιπωρώντας τη μαμά μου 16 ώρες στο νοσοκομείο… Βεβαίως, η συμπεριφορά της στη συνέχεια, μου δηλώνει περίτρανα ότι καλά της έκανα! Μάλλον και εκείνη, όμως, δε μου συγχώρεσε την έστω και μικρή (16ωρη) ταλαιπωρία, που για λίγες ώρες παραμόρφωσε τα υπέροχα χαρακτηριστικά της!
Η μαμά μου δε δούλεψε ποτέ. Ήταν πολύ όμορφη για να εργάζεται. Παντρεύτηκε τον μπαμπά μου στην Ιταλία και χώρισαν μήνες πριν γεννηθώ εγώ! Νομίζω πως η σύλληψή μου πρέπει να ήταν η τελευταία σαρκική επαφή μεταξύ τους! Έκαναν το έγκλημα και… χώρισαν!
Εγώ γεννήθηκα στο Μαϊάμι στις 11 Φεβρουαρίου 1968.
Η μαμά χώρισε με τον μπαμπά, αλλά είχε έτοιμο τον Forbes, επιχειρηματία στο Μαϊάμι, παιδικό της έρωτα, στον οποίο μάλλον ξαναγύρισε για… παρηγοριά! Και εκείνος χρειαζόταν παρηγοριά, αφού είχε χάσει τη γυναίκα του κατά τη διάρκεια της γέννας της Λένας μου… Ο Graham Forbes θα γινόταν και δικός μου μπαμπάς…
Στο σπίτι μοιράστηκαν οι αδυναμίες: η μαμά λάτρευε την πεντάχρονη Λένα και ο Graham εμένα.
Η Λένα ερχόταν συνεχώς στο κρεβατάκι μου και με έβλεπε. Η μαμά έλεγε πως της άρεσαν πολύ οι πατούσες μου!
Ο μπαμπάς την όρισε φύλακα-άγγελό μου. Και εκείνη πήρε πολύ σοβαρά το ρόλο αυτό –όπως και όλους τους ρόλους που έπαιξε στη ζωή της, τη σύντομη ζωή της- και ήταν ο φύλακας άγγελός μου μέχρι πριν ένα χρόνο περίπου, που με άφησε οριστικά.

Συγχωρείς ποτέ τον αγαπημένο που φεύγει; Μπορείς να καταπιείς το γεγονός ότι σου… τελείωσε; Κάποιοι με παρηγόρησαν, λέγοντας ότι “ησύχασε, δεν πονάει πια” ή “ο θεός αγαπάει τους καλούς’’!
Βαρέθηκα να ακούω για τις προτιμήσεις του θεού! Μα ποιος θεός καταδικάζει ανθρώπους σε ισόβια δυστυχία, ποιος θεός επιτρέπει την ανηλεή κακοποίηση αθώων παιδιών;
Αν ο θεός είναι εκείνη η δύναμη που στέκεται πλάι μας και μας βοηθά, εκείνος που φροντίζει για τις ανάγκες μας, για εμένα ο θεός δεν υπάρχει πια.
Ο Θεός ήταν η Λένα μου.
Εκείνη είχε αναλάβει προσωπικώς τη δική του δουλειά απέναντί μου!
Κάθε μέρα από τότε που έφυγε, παρατηρώ τις αλλαγές που επέφερε η απουσία της.
Τη φωνή και τη μορφή της έχω σε πολλά βίντεο και φωτογραφίες…
Ο τηλεφωνητής μου γεμάτος από τα απαιτητικά, διακεκομμένα από γελάκια μηνύματά της. Μου έδινε εντολές συνεχώς, τρελαινόταν να διοικεί!
Από κοριτσάκια μικρά που ήμαστε, οργάνωνε τα πάντα! Παίζαμε τα ινδιανάκια με άλλα παιδιά, ήμουν μικρή και οι περισσότεροι με έσπρωχναν και με έριχναν κάτω! Δεν έκλαιγα ποτέ. Δεν ήθελα να βγει η μαμά και να μας μαλώσει…Περίμενα, όμως, να έρθει να με σηκώσει η Λένα. Η Λένα με επέβαλε στα άλλα παιδιά που δεν ήθελαν ένα μικρό ‘’φασολάκι’’ στα πόδια τους! Όλα τα αγόρια ήταν ερωτευμένα μαζί της! Τα κορίτσια την ήθελαν για καλύτερή τους φίλη!
Η Λένα μου ήταν τρυφερή με όλους: με το κακό γειτονόπουλο που πετούσε πέτρες, με το κοριτσάκι που έλεγε ψέματα συνεχώς, με το γιο του συνεργάτη του μπαμπά, που έπιανε τα βυζιά των κοριτσιών! Και όλους τους επανέφερε στην τάξη!
Μισή ώρα μαζί της αρκούσε για να μετανοήσεις για όλα σου τα αμαρτήματα και να γίνεις καλός –όχι γιατί ηθικά σε ενοχλούσε, αλλά για να σε αγαπάει η Λένα!

Και η μαμά πόσο την αγαπούσε!!! Εγώ ήμουν ένα κοντό, πολύ αδύνατο, μάλλον άσχημο κοριτσάκι, προσκολλημένο στην κυρία Ματίλντα που μας πρόσεχε όταν οι γονείς μας έλειπαν στο εργοστάσιο ή σε φίλους τους!
Στο σπίτι είχαμε συχνά πάρτι! Εμάς μας έβαζαν για ύπνο νωρίς! Θυμώναμε, αλλά δεν είχαμε περιθώρια επιλογής! Η μαμά, εξάλλου, δε δεχόταν αντιρρήσεις από κανέναν. Όλοι στο σπίτι υπακούαμε στη θέλησή της! Όλοι, εκτός από εμένα, πράγμα που οδήγησε σε ιστορικές μάχες! Εγώ και η Λένα χορεύαμε στο δωμάτιό μας, ένα μεγάλο δωμάτιο με τζαμαρία που έβλεπε στον κήπο!
Η μαμά με έδιωξε από το σπίτι πάνω από 50 φορές! Δε θα γύριζα, αν δεν ήταν η Λένα εκεί. Ήξερα ότι δεν κοιμόταν όταν έλειπα! Ανησυχούσε πολύ! Με κλείδωνε έξω, λέγοντάς μου ότι θα μπω αν ζητήσω συγγνώμη!!!! Εγώ δε ζητούσα ποτέ συγγνώμην, αλλά, μετά από μία ώρα, μου άνοιγε αναγκαστικά, γιατί η Λένα πηδούσε από το δέντρο του δωματίου μας κάτω, για να κοιμηθεί και εκείνη έξω!!! Η ισχύς εν τη ενώσει! Για αυτό μας άνοιγε! Αλλιώς, εγώ ακόμη θα χτυπούσα!

Τα χρόνια πέρασαν και η Λένα έφυγε για το Χάρβαρντ, όπου θα σπούδαζε οφθαλμίατρος! Εγώ περηφανευόμουν για τη μεγάλη μου αδερφή, που μου τηλεφωνούσε κάθε βράδυ πριν κοιμηθώ! Δεν κοιμόμουν, αν δεν άκουγα τη Λένα μου! Είχα αρχίσει ήδη να επαναστατώ! Μ' ενοχλούσε ο πουριτανισμός της μαμάς, ο διαχωρισμός των κοινωνικών τάξεων, τον οποίο ήθελε να μας επιβάλει οικογενειακώς!

Στα δεκαέξι μου έφυγα από το σπίτι. Δεν ξέρω αν θα έλειπα στη μαμά. Στον Graham, σίγουρα… Ήξερα, όμως, πού να πάω: στη Λένα μου.
Γύρω από το όνομα αυτό εκτυλίχθηκε η ζωή μου.
Η Λένα στο Χάρβαρντ, γεμάτη φιλόδοξα όνειρα. Από παιδί σχεδίαζε τα πάντα, προγραμμάτιζε, έβαζε σε τάξη τους άλλους -και τον εαυτό της ακόμη περισσότερο.
Τη θυμάμαι πάντα με το τεράστιο organizer ανά χείρας να ρυθμίζει τα ραντεβού της, χωρίς να χάνει ούτε ένα τέταρτο της ώρας.
Σπούδαζε οφθαλμίατρος και είχε τα ομορφότερα μάτια που είδα ποτέ!
Με πήρε μαζί της στο Χάρβαρντ.
Ήταν εικοσιενός ετών όταν γνώρισε και ερωτεύθηκε τον Άρθουρ Άνταμς, λέκτορα ογκολογίας, μεγαλύτερο της κατά δεκαέξι χρόνια. Παντρεύτηκαν ένα χρόνο μετά, εκείνη ακόμη φοιτήτρια, εκείνος γιατρός στο Mass General. Ζήσαμε όλοι μαζί για πολλά χρόνια. Και εκείνος με αγάπησε, ίσως πιο πολύ από όσο αγαπούσε την εξ αίματος αδερφή του!

Η Λένα μου με βοήθησε να σπουδάσω: πλήρωσε το Χάρβαρντ, το Κολούμπια, τα μεταπτυχιακά και τα διδακτορικά μου. Δίπλα μου πάντα. Σαράντα δύο χρόνια, χωρίς διακοπή.
Ποτέ δεν πίστευα ότι θα την έχανα τόσο πρόωρα. Ποτέ δεν πίστευα ότι θα έμενα χωρίς Λένα, χωρίς organizer, χωρίς τον φύλακα άγγελό μου.

Μόνο για ένα πράγμα χαίρομαι και είμαι βαθιά ικανοποιημένη: έφυγε, γνωρίζοντας πόσο βαθιά και απόλυτα την αγαπούσα. Δεν πέρασε μέρα χωρίς να το πω ή να το δείξω.
Έφυγε γεμάτη αγάπη και αφοσίωση. Ήταν η αγαπημένη γιατρός των ασθενών της, η πολυαγαπημένη αδερφή, η λατρεμένη φίλη, η τρυφερότερη μαμά, η πιο αφοσιωμένη σύζυγος και ο καλύτερος άνθρωπος που γνώρισα.
Ήταν... είναι η Λένα μου!


Κατάθεση αγάπης από την αδερφή, από τη Nora Chanchulo, ένα χρόνο ακριβώς μετά την αναχώρηση της Λένας, της Λένας μας!



21 Σεπ 2011

Να ονειρευτείς ένα όνειρο αληθινό!

Πρωί.
Στην τηλεόραση, τα κακόμοιρα τα παπαγαλάκια προσπαθούν να αρθρώσουν λόγο... Ψελλίζουν και αναμασούν λέξεις... Επιδίδονται και σε μεταξύ τους κοκορομαχίες... Στημένες διαφωνίες: Μία εγώ στο καρφί, μία εσύ στο πέταλο. Διακόπτουν το συνομιλητή τους, συχνά τον χλευάζουν, ειρωνεύονται... Άλλες φορές, τον... στριμώχνουν και άλλοτε, ως εκπαιδευμένοι οσφυοκάμπτες, τον "χαϊδεύουν", κάνοντας δήθεν αφελώς -προσχεδιασμένες βεβαίως- ερωτήσεις, ώστε ο ερωτώμενος να πει αυτά που θέλει να ακουστούν. Και να αποπροσανατολίσει.
Παντού τα ίδια.
Οι απειλητικές κραυγές σε πανικοβάλλουν.

Κλείνεις την τηλεόραση.
Αλλά το δηλητήριο των απειλητικών λόγων σε έχει ποτίσει.
Τα "μέτρα" ήδη σε "γονάτισαν"! Και περιμένεις τα καινούρια. Και τρέμεις. Και ξέρεις πως μετά από τα καινούρια, θα ακολουθήσουν και άλλα καινούρια και μετά και άλλα... καινουριότερα!
Αρχίζεις να μετράς και την τελευταία δεκαρούλα! Σε λίγο θα φλερτάρεις στις βιτρίνες όχι με κάποια τσάντα, κάποια παπούτσια, μία μπλούζα... Θα διαλέγεις άλλες βιτρίνες. Αυτές των σούπερ-μάρκετ. Θα βλέπεις την παρμεζάνα, θα της... χαμογελάς, θα γλυκοκοιτάζεις μετά τη φέτα, άντε και λίγες ακόμη κλεφτές ματιές σε κάνα σαλαμάκι, στον πακεταρισμένο κιμά ή κάπου αλλού και μετά κατευθείαν στο ταμείο, να πληρώσεις το πακετάκι με τις φακές και τον τραχανά.

Οι "καλοί μας δημοσιογράφοι" λίγες φορές αναφέρθηκαν σε εκείνους που χώνονται μέχρι τη μέση στα σκουπίδια των κάδων, ψάχνοντας εναγωνίως, ευελπιστώντας για κάποιο τρόφιμο, κάποια πατάτα μισοχαλασμένη, κάποιο περίσσευμα φαγητού.
Κι εγώ, όπως και πολλοί άλλοι, την είδα την εικόνα αυτή. Και όχι μία φορά!

Μεσημέρι.
Στην τηλεόραση τα νέα είναι πάλι δραματικά. Οι πολιτικές εξελίξεις σερβίρονται σε τοπίο ασαφές και θολό. Οι αποφάσεις που ανακοινώνονται, ανατρέπουν η μία την άλλη, μέσα σε λίγες ώρες.
Η απειλή παρούσα: Θα μας βγάλουν από την Ευρωζώνη! Θα γυρίσουμε στη δραχμή! Καταστροφή!
Έρχονται μετά οι αναλυτές: Όχι, δεν είναι καταστροφή! Καλύτερα να γυρίσουμε στη δραχμούλα μας, γιατί... και επειδή... και διότι.... και διά τούτο...
Αναλυτές, καθηγητές, οικονομολόγοι, μιλούν για το ίδιο πράγμα, με εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις και ερμηνείες...

Απόγευμα.
Στην τηλεόραση μιλάει ο κύριος γενικός ή ο κύριος πρόεδρος του τάδε συνδικάτου ή ο εκπρόσωπος του... των... της...
Ενίοτε, μιλάει και κάποιος υπουργός! Απειλητικά! Με μάτι που γυαλίζει! Λες "Το ποντίκι που βρυχάται"!
Εδώ βλέπεις το... έργο από άλλη οπτική γωνία: "Ναι, σας καταλαβαίνω... Ναι, άδικα τα μέτρα και βαριά και επώδυνα, ναι... Αλλά μην τολμήσει κανείς και δεν πληρώσει αυτά που χρειαζόμαστε για να μας δανείσουν και μετά εμείς να χρωστάμε περισσότερα, αλλά... έχει ο Θεός... θα δούμε μέχρι τότε... Ας πάρουμε τώρα τη δόση μας...".
Ούτε πρέζα να ήταν αυτή η δόση!!!
Και συχνά μιλάει και άλλος υπουργός, συμπαθής κι ωραίος, που ίσως γι' αυτό αργήσαμε να καταλάβουμε πως μάλλον μας περιπαίζει. Αυτός φαίνεται σαν να είναι σε... αγαστή συνεργασία με τα "παπαγαλάκια" που λέγαμε!...

Αλλίμονο, από το έρκος των υπουργικών οδόντων, εκστομίζονται τα πλέον παράλογα πράγματα! Όπως: Θα μου δώσεις τα υπάρχοντά σου, θα πληρώσεις για αυτά ενώ πια δεν θα τα έχεις, και θα δώσεις και ένα χρηματικό ποσόν για να βοηθήσεις τους... αναξιοπαθούντες!!! Θα σε απολύσω, αλλά θα πληρώνεις κανονικά τους έκτακτους φόρους, τη ΔΕΗ, το νερό, το πετρέλαιο, το ενοίκιο, τα κοινόχρηστα, την... Αλληλεγγύη, τα τηλέφωνα... Κάπως έτσι, δηλαδή!
Ακούς και δεν καταλαβαίνεις! Εσύ όλα αυτά; Σ' εσένα μιλάνε;
Είναι δυνατόν; Αφού πια δεν πληρώνομαι, με τι να πληρώσω;
Μπα, κάτι δεν καταλαβαίνεις, λες και κλείνεις την τηλεόραση ξανά.

Βράδυ.
Άλλο σκηνικό τώρα. Τηλεδιάσκεψη! Συζητήσεις, εξηγήσεις, απειλές, ξανά αναλύσεις... και να το Μνημόνιο, να η Τρόικα, να το Μεσοπρόθεσμο... Να και οι "εφεδρείες", το "στενό δημόσιο", το "ευρύτερο δημόσιο", και να οι αναφορές στο... ξεχειλωμένο παρόν, που δεν μοιάζει να έχει μέλλον.
Και ακολουθούν δήθεν διαπραγματεύσεις για μία πορεία ήδη προδιαγεγραμμένη!
Άι στο διάολο! Δεν καταλαβαίνω τίποτα! Θέλουν να μας εξοντώσουν.
Κλείνεις την τηλεόραση και πάλι.

Κι εκεί που λες "Αρνούμαι! Δεν θέλω τίποτα να ακούσω, τίποτα να μάθω, δεν αντέχω πια! Θέλω μια μέρα ήρεμη, χωρίς απειλές και τρόμους", εκεί ακριβώς, πέφτεις επάνω στις... αναλύσεις φίλων, γνωστών, συναδέλφων, γειτόνων και συγγενών!
Και πάμε απ' την αρχή.
Ο καθένας και τη δική του θεωρία! Που είναι η σωστή! Πάει και τελείωσε!
Και μαζεύεις τόσες πολλές "σωστές" θεωρίες που "θα μας έβγαζαν από το αδιέξοδο, από το βαρέλι χωρίς πάτο, από το βαθύ πηγάδι", που δεν ξέρεις ποια να διαλέξεις!

Ε, κάποια απ' όλες μπορεί και να είναι η σωστή, λες στον εαυτό σου, γνωρίζοντας καλά πως δεν είναι. Αλλά πρέπει να αντέξεις.
Και μέσα στα τόσα ψέματα που σε τύλιξαν, που σε τυλίγουν χρόνια τώρα, λες κι εσύ ένα... ανώδυνο στον εαυτό σου. Λες πως όλα αυτά είναι ένα ψεύτικο όνειρο.
Και πας για ύπνο, με την ελπίδα να δεις ένα διαφορετικό όνειρο. Ένα αληθινό όνειρο. Ένα όνειρο που να μη μοιάζει με εφιάλτη.

Να ονειρευτείς πως τα παιδιά σου δεν απολύθηκαν. Πως η επιχείρησή σου, όλο και ανεβαίνει. Πως το μαγαζάκι σου δεν έκλεισε. Πως πληρώνεις εμπροθέσμως και ανελλιπώς τη ΔΕΗ, τον ΟΤΕ, την ΕΥΔΑΠ... Το ενοίκιο, τα κοινόχρηστα, τα μαθήματα των παιδιών. Πως δεν χτυπούν τα τηλέφωνα από τις εισπρακτικές εταιρείες που δουλεύουν για τις τράπεζες, πως οι κάρτες σου και τα δάνεια έχουν τακτοποιηθεί. Πως έχεις τακτοποιημένες τις οφειλές σου στον ασφαλιστικό σου φορέα και πας στο γιατρό του νοσοκομείου, όπου σε αντιμετωπίζουν αξιοπρεπώς. Πως, όχι, δεν ήρθε το χαρτί της έξωσης ή, ακόμα χειρότερα, εκείνο της κατάσχεσης! Το χαρτί που "βγάζει στο σφυρί" το σπίτι σου, επειδή δεν έχεις τη δυνατότητα πια να αποπληρώσεις κάποιο δάνειο...

Να ονειρευτείς ένα όνειρο αληθινό.
Γιατί όλα θα είναι δύσκολα πάλι αύριο. Πιο δύσκολα.