21 Μαΐ 2012




Στον Άκη, του κόσμου όλα τα φιλιά!


Μόλις γεννήθηκε εκείνη τη μαγιάτικη μέρα, δεν πρόλαβε να πάρει την πρώτη του ανάσα και τον έπνιξαν στα φιλιά!
Ήταν ένα ροδαλό μικρούτσικο αγοράκι,
το πρώτο που ήρθε να δημιουργήσει την οικογένεια -γιατί την οικογένεια, την κάνουν τα παιδιά, η απόκτησή τους, δηλαδή, διαφορετικά, μιλάμε για μια δυαδική, συντροφική σχέση- χαριτωμένο, όμορφο, με την αφοπλιστική αθωότητα που έχουν όλα τα μωρά στο βλέμμα τους, φυσικό ήταν να σε προκαλεί να το πάρεις αγκαλιά, να το χαϊδέψεις, να το κανακέψεις και, βέβαια, να το φιλήσεις. Απαλά. Προσεκτικά. Ανεπαίσθητα.


Εντάξει. Έτσι γίνεται συνήθως.
Μα με ετούτο εδώ το αγοράκι, ήταν άλλο πράγμα! Το έπνιξαν το ψυχάκι στα φιλιά!
Η μάνα του, δηλαδή... Εκείνη κυρίως.
Δεν το άφηνε σε ησυχία! 

Μικρή πολύ στην ηλικία η ίδια, το έβλεπε στην αρχή σαν το ζωντανό της παιχνίδι. Και μαζί με τα φιλιά, έκανε και κάτι άλλο: κρατούσε το δάχτυλό της όσο δυνατά γινόταν να μην πονάει ο μπέμπης στο σαγονάκι του, εκεί που αδιόρατα άρχισε να σχηματίζεται ένα λακκάκι! Έτσι -έλεγε- θα γίνει κανονικό λακκάκι στο σαγόνι του και θα 'ναι πολύ πιο όμορφο!




Λακκάκι έγινε, αλλά μάλλον όχι από το δάχτυλο της Μαρίκας, κι ας καμάρωνε εκείνη ότι ήταν δικό της επίτευγμα! Και δώσ' του να το φιλάει το μωρό ασταμάτητα! Το ρουφούσε, στην κυριολεξία! Κι ο μικρός "πασάς" της νεαρής Μαρίκας, μαζί με το γάλα του στήθους της, ρουφούσε και τα φιλιά της. Κι έτσι, όπως όλα τα μωρά, έμαθε κι εκείνο από την πρώτη του ανάσα, να περιμένει τα φιλιά. Δικαιωματικά. Σαν να του τα όφειλαν όλοι όσους θα αγαπούσε στο μέλλον.



Λίγο αργότερα, η οικογένεια "αυγάτισε". Μεγάλωσε, δηλαδή. Ήρθε μία κόρη, και στην τρίτη γέννα, ήρθε και άλλη μία κόρη να διαψεύσει τις ελπίδες και την προσδοκία του πατέρα για έναν δεύτερο γιο. Τελικά, αυτή έγινε η αγαπημένη του. Η "αδυναμία" του, όπως λέμε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αγαπούσε και την άλλη. Στις γυναίκες, λοιπόν, της ζωής του μωρού, ήρθαν και προστέθηκαν και άλλες δύο, που σιγά-σιγά, καθώς μάθαιναν να κάνουν τα πρώτα τους βήματα και να ψελλίζουν τις πρώτες τους λέξεις, έμαθαν κι εκείνες να τον πνίγουν στα φιλιά! Βάλε και τις γιαγιές, τις θείες, τις μεγαλύτερες ξαδερφούλες, τις κουμπάρες, τις γειτόνισσες, τις συμπεθέρες... Το μικρό αγοράκι δεχόταν αδιαμαρτύρητα τα φιλιά τους. Μερικές φορές μόνο, με την ανάστροφη της παλάμης του, σκούπιζε τα μαγουλάκια του από τα κραγιόν ή και τα σάλια των απρόσεκτων κυριών. Εκείνες ούτε που το πρόσεχαν αυτό!



Το αγοράκι, μεγάλωνε. Η Μαρίκα, η μάνα του, το αποκαλούσε "πασάκο μου". Και του φερόταν σαν σε πασά, σε άρχοντα. Του πήραν ένα αλογάκι, εκείνα τα από πεπιεσμένο χαρτί υπέροχα αλογάκια, αργότερα ποδηλατάκι. 
Ο μπέμπης μεγάλωνε, αλλά είχε πλέον και... υποχρεώσεις: "Πρόσεχε τα κορίτσια, εσύ που είσαι μεγάλος"! Μεγαλύτερος, εννοούσαν, αλλά έλεγαν "μεγάλος", για να νιώσει έτσι ο μικρός περισσότερο την ευθύνη του. Και αυτό το κουβάλησε υπεύθυνα στις πλάτες του, ακόμα κι όταν "τα κορίτσια" μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν, έκαναν τα δικά τους σπιτικά. 
Εκείνος είχε κρατήσει εκείνες τις λέξεις: 
"Πρόσεχε τα κορίτσια"! 
Τις πρόσεχε, τις αγκάλιαζε, τις έδινε και έπαιρνε τα φιλιά τους. Πάντα. 

Τις Κυριακές έβγαιναν βόλτα όλοι μαζί, ντυμένοι με τα καλά τους. Πήγαιναν στο μεγάλο πάρκο της πόλης, δίπλα στο ποτάμι. Στο ποτάμι που πολλά χρόνια αργότερα, το αγοράκι θα έπαιζε έναν πολύ σημαντικό ρόλο για τη διάσωσή του. Πήγαιναν, λοιπόν, την κυριακάτικη βόλτα τους, το αγοράκι με μαύρο βελούδινο παντελονάκι, το ίδιο γιλέκο και άσπρο, κάτασπρο πουκαμισάκι, τα κορίτσια με φορεματάκια πιε ντε πουλ με δαντελίτσες και λουλουδάκια, η μαμά με το σαντούκ ταγιέρ της και το μαντό της -απαραίτητο τότε στην επαρχία- ενώ ο πάτερ φαμίλιας φορούσε το κλασικό κυριακάτικο κοστούμι του, με τη μανσέτα του πουκαμίσου να εξέχει ακριβώς ένα εκατοστό από το μανίκι. Φυσικά, γραβάτα και μπουτονιέρα. Ή μαντιλάκι στην τσέπη του σακακιού, πάντα αρωματισμένο με κολόνια "λεμόνι".

Στη βόλτα αυτή, συναντούσαν φίλους, συγγενείς, γνωστούς. 
Όλοι έσκυβαν κι έδιναν φιλιά στον μικρό. Στα κορίτσια ό,τι περίσσευε. Κι αυτό γιατί αμέσως μετά την πρώτη χαιρετούρα και τα πρώτα φιλιά στο αγοράκι, κάτι έλεγε η μαμά, κάτι ο μπαμπάς και... διέκοπταν τη φόρα των φιλιών! Έμενε κάτι στη μέση... Ευτυχώς, για τα κοριτσάκια! 
Γυρίζοντας στο σπίτι, άντε ξανα-μανά φιλιά από τη μαμά "Μπράβο, που ήσασταν καλά παιδάκια! Μπράβο!" και δώσ' του ξανά και ξανά φιλιά -κυρίως, όμως, στο γιο. Τον κανακάρη, τον "πασά" της.  Δεν ξέρω πόσο απολάμβανε το μικρό αγοράκι τα φιλιά που του δίνονταν.
Ξέρω, όμως, ότι χαιρόταν τα φιλιά της μαμάς, του μπαμπά και των κοριτσιών. Γιατί μέσα από αυτά τα φιλιά, έμαθε αργότερα να δίνει και να παίρνει τα φιλιά των προσωπικών επιλογών του. Άλλοτε φιλιά ανιδιοτελή, που έκφραζαν ειλικρινή αγάπη και άλλοτε φιλιά που τον πρόδωσαν. 

Και, πάντως, το αγοράκι εκείνο έμαθε να δίνει φιλιά. Φιλιά αδελφικά, τρυφερά, στοργικά. Φιλιά ερωτικά, με πάθος, φλόγα και ένταση. Φιλιά φιλικά. Τέλος, φιλιά, πατρικά. Και ποτέ μα ποτέ δεν έδωσε "φιλιά του αέρα". Φιλιά "κοινωνικών συναναστροφών", φιλιά υποχρέωσης. Φιλιά "δήθεν". Το αγοράκι με τα γαλανά μάτια, κράτησε την αθωότητα του βρεφικού του βλέμματος μέχρι το τέλος. Κράτησε και χειρίστηκε την εντιμότητα των "έντιμων φιλιών". Ήρθε το σχολείο -Δ' Δημοτικό- το Γυμνάσιο Αρρένων, το Πολυτεχνείο στη Θεσσαλονίκη.

Ο νεαρός άντρας είχε γευτεί πια όλων των ειδών τα φιλιά. Αθώα και ένοχα. Αγάπησε και αγαπήθηκε πολύ. Κι έκανε οικογένεια δική του. Και φίλησε στην κούνια τους τρεις γιους, τον έναν πίσω από τον άλλον. Και με τη δύναμη των φιλιών που πήρε από τη μάνα του στη δική του κούνια, προχωρούσε στη ζωή του δυναμικά, αρχηγικά. Δραστήριος, πληθωρικός, δοτικός, παρών σε κάθε στιγμή που κάποιος τον χρειαζόταν. Παρών με ένα χάδι κι ένα φιλί . 
Άπλωνε τα χέρια του, έπιανε το πρόσωπό σου με τις δύο μεγάλες παλάμες του, και σου έδινε το πιο "καθαρό" φιλί του κόσμου! 
"Εγώ είμαι εδώ, μη φοβάσαι"! 
Αυτό έλεγε το φιλί του. "Εγώ είμαι εδώ για σένα. Μη φοβάσαι!". 

Ποτέ δεν θα μάθω αν τα φιλιά που ήξερε να δίνει, ξεκινούσαν από τα φιλιά που πήρε από την πρώτη στιγμή της ζωής του. Νομίζω, όμως, ότι δεν γίνεται να έχεις πάρει τόση αγάπη "δεδηλωμένη" με τόσα φιλιά και να μη γυρίσεις πίσω όλα αυτά τα φιλιά!

Γιατί ο Άκης, το αγοράκι που το γέμισαν φιλιά αγάπης, όσα φιλιά πήρε, τα έδωσε με το παραπάνω! 
Στην άκρη κάθε του φιλιού, άνθιζε η προσφορά: αγάπη, φιλία, έρωτας... 
Ό,τι κι αν ήταν, ήταν γνήσιο και καθαρό, απαλλαγμένο από κάθε σκοπιμότητα. 
Έτσι όπως πρέπει να είναι καθετί που δίνουμε με αγάπη. 

Γι' αυτό, στον Άκη, του κόσμου όλα τα φιλιά. 

5 Απρ 2012

"Συχώρα με, που σε χρησιμοποίησα σαν υλικό στα όνειρά μου"!

Δεν μου άρεσαν ποτέ οι υπερβολές και οι φιοριτούρες στα λόγια. Δεν μου άρεσε ποτέ απλά νοήματα να λέγονται και να αναλύονται με στόμφο, πομπώδεις εκφράσεις  και... περί διά γραμμάτου!
Και καθόλου μα καθόλου δεν μου άρεσε να "χρησιμοποιείται" κάποιος για να ενισχύσει τις απόψεις μας -σωστές ή λάθος.

Ήμουν μικρή, όταν είχα κάπου διαβάσει:
"Συχώρα με, που σε χρησιμοποίησα σαν υλικό στα όνειρά μου"!
Είχα εντυπωσιαστεί! Δεν το ξέχασα ποτέ!
Και το συνάντησα στη ζωή μου πολλές φορές...

Τώρα, για μία φορά ακόμη είδα να "παίζεται" ξανά το παιχνίδι αυτό.
Το παιχνίδι της χρησιμοποίησης, ενδεχομένως και της εκμετάλλευσης ανθρώπου!  
Και μάλιστα ανθρώπου που έφυγε από τη ζωή!

Ναι, αναφέρομαι στον τραγικό αυτόχειρα! Στον άνθρωπο που οδηγήθηκε εκεί!
Αλλά που δεν θα τον χαρακτήριζα "γενναίο". Τραγικό, δυστυχή, απελπισμένο, ναι!
Όχι, όμως, γενναίο. Γιατί με τέτοιο χαρακτηρισμό, θα συμβάλλω στο να θελήσουν κι άλλοι απελπισμένοι -και είναι χιλιάδες- να ακολουθήσουν, αν όχι να αντιγράψουν, τη "γενναία" του αυτή πράξη!
Περισσότερη δύναμη χρειάζεται για να ζήσεις σήμερα στην κατακτημένη χώρα μας, από το να διαλέξεις μια πιστολιά! Περισσότερο γενναίος είναι αυτός που θα μείνει να αντισταθεί. Που θα παλέψει!

Τον δυστυχισμένο αυτόν άνθρωπο, λοιπόν, τον "άρπαξαν" αμέσως, τον μοίρασαν, τον τραβούσαν άλλοι από δω και άλλοι από κει, τον έκαναν σύμβολο, παντιέρα, σημαία!
Και αντιμετωπίστηκε ωσάν να  ήταν ο πρώτος που δεν άντεξε τη θλιβερή, την αβάσταχτη πραγματικότητα που πνίγει τις ζωές μας.

Δεν είναι άδικο οι άλλοι αυτόχειρες να φύγουν μόνο με το θρήνο και το πένθος των οικείων τους; Γιατί όχι και για εκείνους συγκεντρώσεις έξω απ' τα σπίτια τους, λουλούδια, κεριά και σημειώματα οδύνης;...
Θα μου πείτε "μα σ' αυτή την περίπτωση ήταν κραυγαλέο! Έγινε στο Σύνταγμα!!!".
Και -σχεδόν βέβαιο είναι- διάλεξε ο ίδιος το σημείο, για να "ακουστεί" η πιστολιά του και στην πιο απόμακρη γωνιά της Ελλάδας.
Και ακούστηκε. Σπαρακτική. Δυνατή. Εκκωφαντική! 

Σίγουρα, ο θάνατός του ήταν πολιτική πράξη! Κραυγή διαμαρτυρίας.
Αυτή του η απόφαση, όμως, μας δίνει, άραγε, το δικαίωμα να περιφέρουμε -ο καθένας για τους δικούς του λόγους και από τη δική του σκοπιά- το θάνατό του σαν πειστήριο της δυστυχίας στην οποία μας οδήγησαν; 
Είναι θλιβερό, αλλά ακολούθησαν υποκριτικές φωνές... Φωνές που πνίγονταν σε λυγμούς οδύνης! Κλαυθμοί και οδυρμοί. Δηλώσεις και αναλύσεις.

Αισθάνομαι ενοχές που δεν τον αφήνουμε να ησυχάσει.
Αισθάνομαι ντροπή και αγανάκτηση, που σέρνουμε την απόγνωσή του από Κανάλι σε Κανάλι, από Τοίχο σε Τοίχο, από Δίκτυο σε Δίκτυο.
Αισθάνομαι θυμό, που διεφθαρμένοι, δωσίλογοι, αεριτζήδες και πουλημένοι δημοσιογράφοι και πολιτικοί κάθονται γύρω από ένα τραπέζι και παίζουν μπάλα με την κουρασμένη του ζωή!!!

Και βέβαια, πάνω απ' όλα αισθάνομαι σεβασμό στη μνήμη του.
Στη μνήμη ενός πατέρα, ενός ανθρώπου που πάλεψε στη ζωή του
και, τέλος, στη μνήμη ενός αγωνιστή!
Ας τον αφήσουμε να ησυχάσει.
Και ας είναι το ταξίδι του γαλήνιο πια...






4 Απρ 2012

Στο μπαλκόνι με τα μαρμάρινα σκαλιστά φουρούσια...



Παραμονές Ανάστασης του Λαζάρου...
Ετοιμασίες να δουν τα μάτια σου!!!
"Τι θα φορέσουμε, μαμά; Το καινούριο φόρεμα; Να βάλουμε τα καινούρια μας παπούτσια;"... 
"Α, όχι είπαμε! Αυτά θα τα φορέσετε τη Μεγάλη Παρασκευή...". 
Η φωνή της δεν είχε θυμό ούτε καν εκνευρισμό...
Χαιρόταν πάντα μαζί μας τέτοιες στιγμές η μαμά! Σαν παιδί κι εκείνη!
Ήταν, άλλωστε, τόσο νέα!...

Κάθε χρόνο οι ίδιες ερωτήσεις, οι ίδιες ετοιμασίες, η ίδια ανυπομονησία και χαρά!
Μα πρώτη θέση σε όλα αυτά, είχαν τα... καλαθάκια μας!!! 
Τα καλαθάκια για τα πασχαλινά κάλαντα! 
Πρώτα του Λαζάρου, όπου τραγουδούσαν, κατά κανόνα, μόνον τα κοριτσάκια, οι Λαζαρίνες, και μετά της Μ. Πέμπτης,, όπου τραγουδούσαν, κατά κανόνα, μόνον τα αγοράκια, αλλά εκείνα δεν στόλιζαν το καλαθάκι τους -ήταν... σοβαρά!!!

Την Παρασκευή, λοιπόν, μαζεύαμε λουλούδια από τις γειτονιές.
Πηγαίναμε και πιο έξω από την πόλη, βρίσκαμε χωραφάκια, αγρούς γεμάτους με τα μικρούλικα ανθάκια, τα κίτρινα, τα "λαζαράκια".
Η μαμά ήδη μας είχε κόψει από τον κήπο της αυλής μας όμορφα μικρά λουλούδια και μαργαριτούλες...
Μα τα ομορφότερα και τα πιο ευωδιαστά ήταν οι πασχαλιές! Λευκές και μοβ! 

Καθόμασταν μετά και με μία βελόνα περνούσαμε σε κλωστή με προσοχή
 ένα ένα άνθη από χαμομηλάκια ή μαργαριτούλες και τα κάναμε γιρλάντες!
Μ' αυτές θα στολίζαμε το καλαθάκι μας γύρω γύρω.
Μετά, θα στερεώναμε ένα ένα τα λουλούδια, με "οδηγό" τη γιρλάντα.
Τις πασχαλιές, τις αφήναμε στο τέλος.
Ήταν η τελευταία πιο γιορτινή και μυρωδάτη πινελιά στο έργο μας!
Αφού τελειώναμε το στόλισμα, η μαμά μάς έδινε μαλακά άχυρα από αυτά που είχαν στις συσκευασίες των γυαλικών, και τα βάζαμε μέσα στο καλαθάκι μας,
ώστε την άλλη μέρα να... καθίσουν πάνω τους, μαλακά μαλακά,
τα αυγά που θα μας έδιναν!

Αφήναμε τα καλαθάκια μας έτσι στολισμένα στην αυλή 
ή στο μπαλκόνι με τα μαρμάρινα σκαλιστά φουρούσια 
και τα περίτεχνα καμωμένα κάγκελα... 
Έπρεπε να μη μαραθούν τα λουλούδια... 
Γι' αυτό, όλη τη νύχτα έμεναν έξω.
Μέσα, γινόταν χαλασμός!!! Ήμασταν χαρούμενα κι ανυπόμονα!

Σχεδιάζαμε πού θα πάμε να πούμε τα κάλαντα. Θα ξεκινούσαμε από την κυρία Τούλα...
Σ' εμάς θα έρχονταν "να τα πουν" οι κόρες της, η Ζέτα και η Λίλα!
Τη Λίλα την είχε βαφτίσει η μαμά... Ήμασταν πολύ αγαπημένα!
Μετά, δίπλα, στην κυρία Κωνσταντινιά... Απέναντι, στην κυρία Χρυσούλα
και, σιγά σιγά, θα ανεβαίναμε τη Σκουφά, τον αγαπημένο μου δρόμο με τις ακακίες... 
Δεν άνοιγαν, βέβαια, όλες οι πόρτες! Τότε, μουτρωμένες, μουρμουρίζαμε:
"Σαν δεν ντρέπεται!  Η παλιοτσιγκούνα"!!! Αλλά συνεχίζαμε...
"Να τα πούμε;". 
"Πέστε τα"! 
Κι αρχίζαμε να τραγουδάμε -ευτυχώς που δεν ήμασταν φάλτσες- κουνώντας το καλαθάκι μας πέρα δώθε!!!

Ήρθ' ο Λάζαρος, ήρθαν τα βάγια, 
ήρθ' η Κυριακή που τρων' τα ψάρια...
Πού 'σουν, Λάζαρε, πού 'σουν κρυμμένος
Μες στα χάντακα χαντακωμένος...
Δώσ' μου, δώσ' μου κρύο νεράκι 
να ξεπλύνω το στοματάκι...
Του Λάζαρου, του Λάζαρου
τ' αυγό στο καλαθάκι
το καλαθάκι θέλει αυγό κι η τσέπη μου κουκόσι
κι η άλλη πόρτα καρτερεί με το σταυρό στο χέρι...


Και, τελειώναμε φωνάζοντας δυνατά: "Και του χρόνου"!!! 

Συνήθως, μας άφηναν και το λέγαμε όλο. Αν, όμως, κάπου μας διέκοπταν, λέγοντας εκείνοι "Και του χρόνου!", εγώ ένιωθα ότι με είχαν προσβάλλει και δεν ήθελα να ξαναπάω ποτέ πια στο σπίτι αυτό!!!

Από πόρτα σε πόρτα, λοιπόν, και ενδιάμεσα μετρούσαμε και τα άσπρα αυγά στο καλαθάκι! Μερικές νοικοκυρές μας έδιναν χρήματα. Κέρματα! Κι άλλες, καρύδια ή ξερά σύκα!
Τα αγόρια, όταν συναντούσαν μια άλλη παρέα που μόλις έβγαινε από ένα σπίτι, ρωτούσαν με... αθώο θράσος "τι σας έδωσαν ρε?" και αν το ποσόν ήταν πολύ ικανοποιητικό, ορμούσαν στην πόρτα ξαναμμένα, με τα μάγουλα κατακόκκινα!... "Να τα πούμε;".

Όταν τελείωνε το... θάρρος μας -δεν μπορούσαμε να "ενοχλούμε" και τελείως άγνωστα σπίτια- γυρίζαμε γρήγορα στο σπίτι. Ανυπομονούσαμε να δείξουμε στη μαμά τη... λεία μας!
Και η μία έσπρωχνε την άλλη, να προλάβει εκείνη να πει τα νέα πρώτη!
Η Βάννα βιαζόταν να μετρήσει τα κέρματα. Αυτά την ενδιέφεραν! Τα αυγά και τα καρύδια και τα σύκα μάλλον τη... νευρίαζαν!

Αδειάζαμε το καλαθάκι μας και το αφήναμε στην άκρη.
Δεν είχε τίποτα από τη δροσιά και την ομορφιά του πρωινού του στολισμού!
Τα λουλούδια του -όσα είχαν μείνει, γιατί κούνα-κούνα, όλο κι έπεφταν κάτω- είχαν μαραθεί και κρέμονταν θλιβερά.
Μα γίνονταν αστεία, έτσι καθώς ξεπρόβαλαν άχαρα τα κοτσάνια τους!...
Γελούσαμε! Χαιρόμασταν!
Η μαμά βλέποντας τη χαρά μας, χαιρόταν κι εκείνη μαζί μας!

Μετά, άρχιζε η προσμονή της Μεγάλης Πέμπτης.
Πάλι με το καλαθάκι θα βγαίναμε, αλλά χωρίς να είναι στολισμένο!
Μόνο τυλίγαμε γύρω του μια πένθιμη μαύρη κορδέλα! 
Και από τη Μ. Δευτέρα, αρχίζαμε τις... πρόβες:


"Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα...". 

Και σαν ξημέρωνε η Μ. Πέμπτη, η μαμά, που είχε ήδη αρχίσει να βάφει τα αυγά,
έπαιρνε εκείνο που είχε βάψει πρώτο, της Παναγίας,
και, τρυφερά τρυφερά,
σχημάτιζε μ' αυτό έναν μικρό αόρατο σταυρό στο μέτωπό μας!
Εγώ, στεκόμουν μπροστά της... κλαρίνο εκείνη την ώρα!
Ένιωθα μια ζεστασιά σ' όλο μου το κορμί, σαν να γινόμουν άτρωτη από όλα!
Ήταν, αλήθεια, πολύ όμορφο το συναίσθημα εκείνο!...

Ήταν πολύ όμορφα όλα τότε! 


Τώρα, όλες οι μέρες έγιναν πια ημέρες θλίψης κι αβάσταχτης οδύνης!
Τώρα τα κάλαντα που αρμόζουν σε όλες τις ημέρες, είναι αυτά:


"Σήμερα μαύρος ουρανός
σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται 
και τα βουνά λυπούνται..."





13 Μαρ 2012

“Κύκλος διάσωσης”…



Είναι αλήθεια και ποιος μπορεί πια να το αμφισβητήσει: λεηλατείται η ζωή μας!!! 
Αποφεύγω να πω “λεηλατήθηκε”, κρατώντας μιαν ανάσα ξέπνοης αισιοδοξίας.
Αλλά,  φαίνεται λανθάνω.  
Όχι, δεν είναι “ξέπνοη” η ελπίδα.  Βλέπω να απλώνονται τα χέρια μας…  
Νιώθω τη διάθεση να κρατηθούμε ο ένας στην παλάμη του άλλου… 
Να στηριχτούμε στο χαμόγελο του άλλου… 
Να δανείσουμε ο ένας στον άλλον την ανάσα μας!!! 

Στην Αμερική έχει αρχίσει το εξής φαινόμενο:
μόλις κάποιο μαγαζί πάει για κλείσιμο λόγω χρεών, “πέφτει σύρμα” (SMS, Facebook κ.ά.
και αμέσως ο κόσμος σπεύδει να αγοράσει ό,τι του χρειάζεται, έστω και λίγο.
Οι ιδιοκτήτες, χρεωμένοι απελπιστικά, γρήγορα βλέπουν το εμπόρευμά τους 
να αδειάζει από τα σκονισμένα ράφια του μαγαζιού τους…
Ξεπουλάνε και γλιτώνουν το κλείσιμο!
Αυτό για τους ξένους λέγεται “κοινωνική αλληλεγγύη”. Κάτι που στη χώρα μας, έχει
εκλείψει από το '60!   
Τώρα, στις δύσκολες αυτές ώρες που βυθιζόμαστε ολοένα και πιο επικίνδυνα στην απελπισία, τα καμπανάκια της αλληλοβοήθειας σημαίνουν συναγερμό!

Και, βέβαια, δεν αναφέρομαι σε “ζητιανιές” και σε “ελεημοσύνες”. Αλλά στο συναίσθημα της συμμετοχής στο πρόβλημα του διπλανού, που είναι και δικό μας πρόβλημα –άσχετο αν φάνηκε ή δεν φάνηκε ακόμη!!!

Το “Κίνημα της πατάτας”, χλευάστηκε, αμφισβητήθηκε, διακωμωδήθηκε, αλλά στο τέλος η απόδειξη ήταν μπροστά στα μάτια μας: έσπασε η χοντρή αλυσίδα των μεσαζόντων που ανέβαζε αδικαιολόγητα τις τιμές. Κι αυτό απλώνεται και σε άλλα προϊόντα τώρα: ελιές, λάδι, ρύζι, όσπρια κ.λπ.

Πολλοί λένε απαξιωτικά πως γυρίζουμε έτσι στις δεκαετίες του ’50, του ’60…
Γυρίζουμε, δηλαδή, στην εποχή της γειτονιάς! Ναι… Και λοιπόν; Γιατί όχι;
Οι συνθήκες αυτές, οι δύσκολες, θα μας φέρουν ξανά κοντά. 
Να ξαναβρούμε αυτό που χάσαμε μέσα στην παραζάλη της επίπλαστης αφθονίας, του “κατασκευασμένου” πλούτου, της ψεύτικης χλιδής…

Να γυρίσουμε στην εποχή της συνειδητής στήριξης της αγοράς μας.
Να μην προστρέξουμε στα μεγάλα πολυεθνικά καταστήματα, με τις συχνά δελεαστικές τιμές.
Να μην πέσουμε στην παγίδα του “ναι, το καταλαβαίνω μεν, αλλά εκεί τα βρίσκω φτηνότερα…”!  Γιατί αν εμείς ξεγελιόμαστε με τη μικρή διαφορά της τιμής, εκείνοι κερδίζουν πολύ περισσότερα… 
Εκείνοι που συμβάλλουν, επιτείνουν, εκμεταλλεύονται την αδυναμία μας 
και μεθοδικά μας οδηγούν στο χείλος του γκρεμού.

Πρέπει να “ζωντανέψουμε” τις ναρκωμένες συνειδήσεις μας. 
Να δούμε με διαυγέστερο βλέμμα. 
Να συνειδητοποιήσουμε τη δύναμη που είναι κρυμμένη μέσα μας. 
Και όλοι μαζί, χωρίς σημαίες και λάβαρα, να βρούμε τους τρόπους και να οδηγηθούμε στους δρόμους της άμυνας.

Αν ενισχυθεί η τοπική αγορά, αν ξαναγυρίσουμε στα μικρομάγαζα της γειτονιάς μας, αν δεν τρέξουμε στο μεγάλο κατάστημα που έχει “απ’ όλα” για να πάρουμε χαρτοπετσέτες, τηλεόραση, κατσαρόλα, φανελάκια και κάλτσες, αλλά πάμε στο μικρό κατάστημα που δεν έχει «απ’ όλα», αλλά που έχει ένα «πρόσωπο», που αναπτύσσεις μια σχέση με τον έμπορο, τότε θα έχουμε συμβάλει σ’ έναν «κύκλο διάσωσης»! 
Γιατί έτσι, θα βοηθήσουμε να έχουν τα δικά μας τοπικά ελληνικά καταστήματα, έναν αυξημένο τζίρο –στο μέτρο του δυνατού- και αυτή η αύξηση θα φέρει σιγά-σιγά με τη σειρά της και θέσεις εργασίας.

Και κάτι ακόμη που θα πρέπει να μας κάνει όλους να δούμε με περίσκεψη την ενίσχυση της τοπικής μας αγοράς, είναι η θλιβερή, η βαθιά θλιβερή εικόνα των κλειστών καταστημάτων. 
Μαγαζιά με ιστορία στην πόλη, με παρουσία χρόνων, κατεβάζουν τα ρολά και ένα βαρύ λουκέτο κλειδώνει για πάντα το κομμάτι της ζωής που πέρασε μέσα από αυτό και της ζωής που ακόμα του αναλογούσε... 
Και πίσω από ένα κλειστό κατάστημα, κρύβεται το δράμα μιας ή και περισσότερων  οικογενειών που χάνουν τις ελπίδες τους για επιβίωση.

Είναι πολύ θλιμμένη, πολύ λυπημένη μια τέτοια ώρα. 
Και ακριβώς αυτό θα πρέπει να μας βοηθήσει στη βαθιά κι αληθινή συνειδητοποίηση 
του πώς και τι μπορούμε να κάνουμε. 
Και να μη στεκόμαστε μόνο στη λεκτική συμπαράσταση...
Αξιοπρέπεια, ναι, να έχουμε! Καρτερία, όχι!